από τη Χρυσαφένια Βερβαινιώτη-Παπαθεοδώρου
… Aλλά δεν θα ξέρει
κανείς απ’ όσους θα με πλησιάζουν
πού κείνται η πληγές μου, τα τρωτά μου μέρη,
κάτω από τα ψεύδη που θα με σκεπάζουν.—
Pήματα της καυχήσεως του Aιμιλιανού Μονάη.
Δεν γνωρίζω αν δείχνει δύναμη ή αδυναμία το να αδυνατώ
να φτιάξω μια πανοπλία, το προσωπείο μου. Μακάρι να μπορούσα ∙ δεν θα
πληγωνόμουν, δεν θα πονούσα. Να δείχνω μια πλαστή ταυτότητα, παράνομος
ταξιδιώτης στο πλοίο της ζωής. Αντ΄ αυτού βουτώ και πνίγομαι στον ωκεανό των
συναισθημάτων-όσο πιο ευάλωτη γίνεται. Το θεωρώ και προνόμιο να είμαι τόσο
ευάλωτη.
Περπατώ στο πάρκο και παρατηρώ όλες τις
καταστάσεις της ζωής: παρέες με ποδήλατα, ομάδες αθλητών, τριαντάρηδες που
μιλούν για την εκμετάλλευση της κρατικής μηχανής πίνοντας καφέ, ένας που κάνει
πρόταση γάμου, μια γαμήλια φωτογράφηση, γονείς με μωρά, προσκοπάκια να τρέχουν
προς τη λίμνη… Ο αέρας σχεδόν απών, το μόνο που ακούς είναι τα πατήματά σου στα
πεσμένα φύλλα. Τα δέντρα γυμνά, όμως η χαμηλή καταπράσινη βλάστηση τραβά την
προσοχή για να τα βοηθήσει να ντρέπονται λιγότερο για τη γύμνια τους. Ο κόσμος
περπατά ανάμεσά τους, στα χωμάτινα δρομάκια, παρ’ όλα αυτά φαίνονται μοναχικά.
Τα συναισθάνεσαι. Το πάρκο το νιώθω σαν δεύτερο σπίτι∙ αντικατοπτρίζει την
προσπάθεια ενός κοριτσιού της πόλης να ενωθεί με τη φύση, να καταλάβει η μία
την άλλη. Νιώθω πιεσμένη απ’ τα πάντα μα όταν είμαι μόνη μου η σκέψη πως με
πιέζουν γίνεται ακόμη πιο πιεστική. Δεν καταλαβαίνω πώς νιώθω αυτή τη στιγμή∙
άσχημα ίσως, σαν να πρέπει να διορθώσω κάποιο λάθος μου. Δεν μου αρέσει.
Διάχυτα ερωτήματα- ερωτήματα που δεν διατυπώνονται, που τα έχεις χωρίς να
ξέρεις ποια είναι συγκεκριμένα. Να, αυτό ζω: μια «αοριστία».
«Οι γιορτές είναι περίεργες» μου είχαν πει.
«Γιατί;» - «γιατί είναι αυτοί που λείπουν». Είναι περίεργο να μην μπορείς να
συναισθανθείς το αίσθημα απώλειας των άλλων. Να προσπαθείς να καταλάβεις πώς
είναι να θες μία παραπάνω καρέκλα στα εορταστικά τραπέζια. Στις διακοπές
θυμόμαστε∙ προσπαθούμε σε μερικές μέρες να χωρέσουμε τη ζωή ενός χρόνου. Γι’
αυτό πολλές φορές ζούμε τα συναισθήματά μας στον ακραίο βαθμό∙ σαν να θέλουμε
να αναπληρώσουμε τις χαμένες στιγμές, τα χαμένα λεπτά, τις χαμένες ώρες, τους
χαμένους μήνες∙ τους μήνες που χάνονται στη ρουτίνα της εργασίας και στις τυπικές
καλημέρες. Θέλουμε να αναστήσουμε τη ζωή που έχει πεθάνει, απαγχονισμένη από το
σκοινί των ανώνυμων Δευτέρων. Όσο κι αν τις έχουμε συνηθίσει, πάντα μοιάζουν
ξένες αυτές οι Δευτέρες. Δεν μας ανήκουν, δεν είναι δική μας η ζωή τις
Δευτέρες.
Τι είναι άλλωστε η ζωή μας; Ακαδημαϊκές
αποτυχίες, συζητήσεις για το ξυράφι του Όκαμ και για τη φύση της αλήθειας,
καφέδες σε χέρια γεμάτα μελάνι, προσπάθεια για το σχολείο, προσπάθεια για το
φροντιστήριο, προσπάθεια να διατηρούμε την ψυχική μας υγεία, προσπάθεια να
επιβιώσουμε αυτή τη χρονιά. Είν’ οι προσπάθειές μας σαν των Τρώων∙ θάρρος,
ελπίδες αποκτούμε μα πάντα βγαίνει ο Αχιλλέας και μας σταματά. Η πτώση μας
είναι βεβαία. Πικρά για μας ο Πρίαμος και η Εκάβη τώρα κλαίνε.
Λίγο κουράγιο χρειαζόμαστε και θα βγει η
χρονιά: να η ελπίδα που με οδηγεί στην πιο γλυκιά αυταπάτη. Η θλίψη με κλωτσάει
πιο μακριά από παντού και ο φόβος με νικά και πάλι. Άγνωστος ο δαίμονας που
ποτίζει την καινούργια μου ζάλη. Όλα καίγονται, Θεέ μου, όλα καίγονται μαζί
μ΄εμένα. Καταρρέω – σαν κυματοσυνάρτηση. Πώς ν΄αντέξω τη σιωπή όταν τα θέλω μου
ουρλιάζουν; … Αυτές είναι οι συνέπειες του να επιλέγεις να ζεις στο απόγειο, με
το ζενίθ των αισθητηριακών σου δυνατοτήτων, μ΄ όλες τις αισθήσεις σου, του να
θες την «απόλυτη βίωση» της ζωής σου, του να ζεις συνειδητά. Αυτή τη ζωή
θέλω να κάνω. Δεν συμβιβάζομαι με «εντάξει» συναισθήματα μετρίου έντασης. Ή όλα
ή τίποτα… ή το κενό ή τα πάντα… ή μηδέν ή άπειρο… Ποια η ουσιαστική τους
διαφορά; Κοίτα να δεις που είμαστε πολλοί που ξέρουμε κολύμπι και δεν μπορούμε
να συμφιλιωθούμε με τα τελευταία. «Η ζωή είναι ωραία, ζήσε χαλαρά»∙ δεν θέλω να
ζήσω χαλαρά. «Χαλαρά»; Τι «χαλαρά»; Το «χαλαρό» δεν σου χαρίζει έντονες
συγκινησιακές απολαύσεις, δεν φέρνει τρικυμία στην καρδιά σου, δεν ξεσηκώνει
την υπόστασή σου. Δεν ζεις ως το τελευταίο δεκαδικό ψηφίο της άρρητης ύπαρξής
σου…
Κουράστηκα να νοσταλγώ, κουράστηκα να ζητώ
γιατρειά απ’ τον χρόνο. Με καίει, με σκορπά και με παγώνει ο χρόνος, όσο
πακετάρω μια βαλίτσα με όλους τους δρόμους που διάβηκα και με τα όνειρά μου. Τα
αφελώς υπεραισιόδοξα όνειρά μου. Χωρίς αυτή την αφελή υπεραισιοδοξία δεν θα
τολμούσαμε να επιχειρήσουμε τα φαινομενικά αδύνατα. Άλλωστε, ποια είναι εν
τέλει η αυταπάτη; Ότι κάτι θεωρείται μη υλοποιήσιμο και πιστεύουμε πως
πραγματικά δεν θα συμβεί ή να θεωρείται μη υλοποιήσιμο και να πιστεύουμε πως
μπορεί να γίνει; Είναι δίκοπο μαχαίρι αυτό το σκεπτικό∙ κι αν τελικά βγει
αληθινό; τι κι αν όμως δεν βγει…
Έφθασε το 2024. Έχω μείνει στο 2018 να παίζω στην
πλατεία Βελουχιώτη ή στο 2019 να μαθαίνω το «μακρό προ μακρού οξύνεται, μακρό
προ βραχέως περισπάται». «Τό μακρόν ὄνειρο
πρό τοῦ βραχέος χρόνου/ τί κάνει ὀξύνεται
ἤ περισπᾶται;». Είμαι στ’
αλήθεια 17 χρονών; Δίνω στ’ αλήθεια πανελλαδικές; Πρέπει στ΄ αλήθεια τώρα να μάθω την γεωμετρική απόδειξη του
Rolle;
«Γιατί
ενύχτωσε κ’ οι βάρβαροι δεν ήλθαν». Όσο κι αν το “συνειδητό” μου διαφωνεί,
βαθειά μέσα μου ξέρω πως, ακόμη, περιμένω τους βαρβάρους. «Και μερικοί έφθασαν απ’ τα σύνορα, και είπανε πως βάρβαροι πια ΔΕΝ
ΥΠΑΡΧΟΥΝ».
Και τώρα τι θα γένουμε χωρίς βαρβάρους; Μήπως
πρέπει να περιμένω τους βαρβάρους; Μα, όχι , οι βάρβαροι δεν υπάρχουν. Έχει
νόημα να τους περιμένω κι άλλο; Κι αν όχι, τι θα κάνω χωρίς βαρβάρους; «Οι άνθρωποι αυτοί ήσαν μια κάποια λύσις».
Για τώρα, ΑΣ ΠΕΡΙΜΕΝΟΥΜΕ ΤΟΥΣ ΒΑΡΒΑΡΟΥΣ. Είναι η μόνη ελπίδα. Αυτό επιλέγω,
το δικό μου σωστό είναι το καθολικά λάθος. Νιώθω σαν έναν κύκλο που αποκαλεί
τον εαυτό του παράσταση συνάρτησης. Όλα μάταια, μες τις ψευδαισθήσεις. Σαν ένα
σύνολο που περιέχει όλα τα σύνολα ∙ γεμάτη παράδοξα. Η ώρα στον κόσμο είναι εννιάμιση. Κι εμείς ιδιοφυείς
παράλυτοι. Ενώπιον μιας άσκησης μαθηματικών, άλυτη. Ζαλίζομαι.
ΠΟΣΟ ΛΑΤΡΕΥΩ ΤΗΝ ΤΡΙΤΗ ΛΥΚΕΙΟΥ.