Δευτέρα 30 Ιανουαρίου 2023

ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ (1910-1920) – ΝΕΕΣ ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΠΡΑΚΤΙΚΕΣ

 από την: Ιωάννα Τουμανίδου - Αντρεάνα Τσιορλίδα]

Διεθνής  συνθήκες  ώθησαν  προς  τον Βενιζέλο ένα τμήμα της επιχειρηματικής ομογένειας και το εφοπλιστικό στοιχείο της εγχώριας αστικής τάξης – συνθήκες  που λειτούργησαν τόσο πριν , όσο και μετά το ορόσημο του 1909-1910. Στην περίοδο 1910 – 1922, κατά την οποία  η Ελλάδα βρισκόταν σε συνεχή πολεμική ετοιμότητα , εμφανίστηκε μια νέα πολιτική αντίληψη , που εκφράστηκε με τον Ελευθέριο Βενιζέλο και ονομάστηκε συνοπτικά «Βενιζελισμός». Είναι δύσκολο να οριστεί με λίγα λόγια  τι ακριβώς ήταν αυτή η πολιτική, στον οικονομικό όμως ο τομέα φαίνεται ότι ο Βενιζελισμός  θεωρούσε το ελληνικό κράτος ως μοχλό έκφρασης και ανάπτυξης του ελληνισμού. Το ελληνικό κράτος  δηλαδή έπρεπε να επιδιώξει την ενσωμάτωση του εκτός συνόρων ελληνισμού  και, με ενιαία εθνική  και κρατική υπόσταση, να διεκδικήσει τη θέση του στο τότε σύγχρονο κόσμο. Αυτό προϋπέθετε όχι μόνο θεσμικό εκσυγχρονισμό, που θα καθιστούσε το κράτος αποτελεσματικό και αξιόπιστο, αλλά και γενικότερη προσήλωση στην ιδέα της ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων του έθνους. Η πολιτική αυτή αντίληψη ήταν κιόλας ισχυρή από τα πρώτα χρόνια  που κυβερνούσε ο νέος ηγέτης.

Ο Βενιζέλος δεν ήταν μόνος στην διαδικασία διαμόρφωσης και υλοποίησης  των νέων επιλογών. Συσπείρωσε γύρω του μια δραστήρια αστική τάξη που εξακολουθούσε ακόμα να πλουτίζει σε όλη τη λεκάνη της Ανατολικής Μεσογείου και που φιλοδοξούσε να κυριαρχήσει και πολιτικά στο χώρο όπου άπλωνε τις οικονομικές δραστηριότητες. Μετά την πρώτη περίοδο, λοιπόν, του βενιζελισμού, οι φόβοι των αστών από τις του φιλελεύθερου ηγέτη φιλολαϊκές  τάσεις, εξελίχθηκαν και από νέους παράγοντες. Οι αστοί είχαν στο μεταξύ εξελιχθεί προς ένα συντηρητισμό που δεν ήταν τόσο υστερικός, ίσως επειδή είχαν μεσολαβήσει τα τεράστια κέρδη της πολεμικής οικονομίας και τα πλατιά περιθώρια για μικροπαραχωρήσεις  στις κατώτερες τάξεις. Κατά την περίοδο αυτή, υπήρχε ακόμα μια ισχυρή  ελληνική οικονομική παρουσία  στα λιμάνια της Νότιας Ρωσίας , στη λεκάνη του Δούναβη και το εσωτερικό της Ρουμανίας, στον πόντο και τα μικρασιατικά παράλια, στην Κωνσταντινούπολη και τη Σμύρνη, τη Θεσσαλονίκη, την Αίγυπτο, το Σουδάν, την Αλεξάνδρεια. Όλος αυτός ο πλούτος μπορούσε να διασφαλιστεί μόνο μέσα από την δημιουργία ενός ισχυρού εθνικού κέντρου, μιας περιφερειακής δύναμης ικανής να παρεμβαίνει και να προστατεύει τα συμφέροντα των πολιτών της. Επρόκειτο για ένα αίτημα αρκετά κρίσιμο, σε μια εποχή κατά την οποία πολλά εθνικιστικά κινήματα έκαναν αισθητή την παρουσία τους. Για τους λόγους αυτούς η Μεγάλη Ιδέα και οι προϋποθέσεις της – ο εκσυγχρονισμός του κράτους – αποτέλεσαν ισχυρά ιδεολογικά, πολιτικά και οικονομικά ερείσματα για τη διεκδίκηση της Μεγάλης Ιδέας με πιθανότητες επιτυχίας. Ο Βενιζέλος, ως καλός ηγέτης, παράλληλα είχε δείξει με τον εκσυγχρονισμό  και τις παροχές προς τις κατώτερες τάξεις, ότι θα προσπαθούσε να στηρίξει το αστικό καθεστώς και να το ενισχύσει. Χαρακτηριστικό είναι ότι στα χρόνια αυτά της μεγάλης προσπάθειας οι προϋπολογισμοί του κράτους ήταν συνήθως πλεονασματικοί. Το 1911 τα έσοδα του προϋπολογισμού ήταν 240.000.000 και τα έξοδα μόνο 181.000 δραχμές, παρά τις αυξημένες στρατιωτικές δαπάνες.

Το 1910 οι πρόοδοι της εθνικής οικονομίας ήταν εμφανείς. Η αγροτική κρίση αντιμετωπίστηκε με την υπερπόντια μετανάστευση, η οποία, κατά την εποχή αυτή, πήρε μεγάλες διαστάσεις. Η μετανάστευση στις ΗΠΑ όχι μόνο εκτόνωσε τις κοινωνικές εντάσεις που δημιούργησε η σταφιδική κρίση αλλά πολύ γρήγορα ενίσχυσε την οικονομία της υπαίθρου μέσω των πολύ σημαντικών εμβασμάτων των μεταναστών.

Ακόμη ο Βενιζέλος ακολούθησε μια τακτική πυγμής απέναντι στο εργατικό κίνημα , όποτε χρειαζόταν. Με τον βενιζελικό νόμο 2112/1920 καταργούσε το άρθρο 167 του Ποινικού κώδικα που χαρακτηριζόταν η απεργία ως αδίκημα και μόνο η συνδικαλιστική ομάδα θα μπορούσε να κηρύξει απεργία. Παρόλο, που πήρε μια νέα σειρά νόμων που καθόριζαν τις σχέσεις εργατών και εργοδοτών και κάτω από αυτές τις συνθήκες, επήλθε τελικά η συμφιλίωση και η ταύτιση ενός μεγάλου μέρους της αστικής τάξης με τον Βενιζελισμό.

Όμως το κόστος των βαλκανικών πολέμων ήταν σημαντικό, αφού κλόνισε την εθνική οικονομία, όπως συνέβαινε με τις στρατιωτικές κινητοποιήσεις του 19ου αιώνα. Στην περίπτωση όμως αυτή, η Ελλάδα βγήκε και ιδιαίτερα κερδισμένη από τον πόλεμο. Ενσωμάτωσε πλούσιες περιοχές (Ήπειρο, Δυτική και Κεντρική Μακεδονία, Νησιά του Αιγαίου, Κρήτη) και εκατομμύρια νέους κατοίκους. Τα εδάφη της αυξήθηκαν κατά 70% περίπου ( από 65.000 σε 108.800 τετρ. Χλμ ). Τα νεοαποκτηθέντα εδάφη ήταν ως  επί το πλείστον πεδινά και αρδευόμενα, πράγμα που δημιουργούσε άριστες προοπτικές για την γεωργική παραγωγή.  Η Ελλάδα του 1917 περιλάμβανε δύο φόρες τον πληθυσμό του 1909, τέσσερις αυτόν του 1880, δηλαδή κατά 80% ( από 2.700.000 σε 4.800.000 κατοίκους). Το κύριο πρόβλημα ήταν η παρουσία ισχυρών μειονοτικών ομάδων  στις περιοχές αυτές. Στη σχετικά ομοιογενή Ήπειρο, για παράδειγμα, δίπλα στους 166.000 Έλληνες υπήρχαν, το 1914, 38.000 μουσουλμάνοι (αλβανικής κυρίως καταγωγής) και μερικές χιλιάδες Εβραίοι. Οι άνεργοι και οι μη παραγωγικοί καταναλωτές μπορούσαν τώρα πια να μεταναστεύουν μαζικά στην Αμερική. Αυτοί που δούλευαν για σχετικά χαμηλούς μισθούς και ύστερα τους ξόδευαν ολόκληρους, τροφοδοτούσαν έτσι τον βιομηχανικό τομέα με κέρδη και τον κρατικό προϋπολογισμό με εισπράξεις  από έμμεσους φόρους.

Οι πολεμικές δαπάνες εξασφάλισαν και παχυλά άμεσα κέρδη εκτός από την τόνωση της παραγωγής. Τις πεδιάδες του Βορρά, τον πλούτο της Κρήτης, το εμπόριο της Θεσσαλονίκης. Δόθηκαν επίσης ευκαιρίες  για τους Έλληνες εμπόρους και εφοπλιστές και θα ξανάνοιγαν αγορές για τα ελληνικά προϊόντα λόγω της ακμάζουσας παγκόσμιας οικονομίας. Η ευνοϊκή αυτή συγκυρία έφτασε σε πλήρη άνθηση στον πυρετό του μεγάλου πολέμου. Τα κέρδη δεν εμφανίζονταν μόνο από τα λιμάνια της Ελλάδας αλλά και από το βαλκανικό μέτωπο. Αρχικά περιορισμένο στην Καλλίπολη και την Σερβία, αλλά απλώθηκε στην Ελλάδα το 1916 και ύστερα σε όλα τα βαλκάνια το 1917, όταν η Ελλάδα και η Ρουμανία μπήκαν στον πόλεμο. Τα κέρδη ήταν τόσο μεγάλα από το εμπόριο μέσα στην πολεμική οικονομία, που η κυβέρνηση αναγκάστηκε  να περιορίσει την ελευθερία των εισαγωγών και να επιβάλει ένα είδος αγορανομικού ελέγχου στις προμήθειες των εισαγωγέων. Τα κέρδη παρέμειναν, όμως πολύ υψηλά, παρ΄ όλους τους ελέγχους, κι έτσι η κυβέρνηση αναγκάστηκε να επιβάλει και ειδικό φόρο στα σχετικά εισοδήματα στο τέλος του παγκοσμίου πολέμου. Οπωσδήποτε όμως η Ελλάδα έγινε υπολογίσιμη πλέον δύναμη και η εμπιστοσύνη που ενέπνεε στις αγορές χρήματος και πιστώσεων αυξήθηκε σημαντικά.

Πέμπτη 26 Ιανουαρίου 2023

«MUSEO GALILEO»

 από την Βερβαινιώτη - Παπαθεοδώρου Χρυσαφένια




Την Παρασκευή 20/1/23, η ομάδα του προγράμματος Αστροφυσικής του σχολείου -απαρτιζόμενη από 32 μαθητές της Β’ και Γ’ λυκείου- συγκεντρώθηκε στο Εργαστήριο Φυσικής για την πρώτη της συνάντηση με θέμα:  Διαδικτυακή επίσκεψη στο Μουσείο Γαλιλαίου στη Φλωρεντία. Καταχωρήσαμε τα ονόματά μας σε κατάλογο για τον έλεγχο των συμμετεχόντων και συμπληρώσαμε ένα ερωτηματολόγιο σχετικά με τη σχέση μας με τις θετικές επιστήμες. Με τους καθηγητές μας κον Τσάκαλο, κα Αμπραχίμ και κον Ντουσάκη συνδεθήκαμε στη διαδικτυακή πλατφόρμα, όπως και δεκάδες ακόμη σχολεία της επικράτειας. Έπειτα από προλόγους του συντονιστή και της υπεύθυνης του μουσείου ξεκίνησε η ξενάγηση.

Πρώτη στην οθόνη εμφανίστηκε η αίθουσα με τους αστρολάβους, τα GPS της αρχαιότητας και του μεσαίωνα. Τους αστρολάβους εισήγαγαν οι αρχαίοι Έλληνες ήταν όργανα σε σχήμα δίσκου που περιμετρικά είχαν χαραγμένα τα αστέρια και χρησιμοποιούνταν για μέτρηση απόστασης πριν από την εφεύρεση του τηλεσκοπίου από τον Γαλιλαίο. Έπειτα, η αστρονόμος που μας ξεναγούσε αναφέρθηκε στις ψευδαισθήσεις που δημιουργούσε ο αντικατοπτρισμός ενός πορτραίτου, αξιοποιώντας νόμους της φυσικής και προχωρήσαμε στην αίθουσα με τα όργανα παρατηρήσεων και μετρήσεων. Η αστρονομία ασχολήθηκε εκτενώς με τρόπους μέτρησης του χρόνου: από απλά ηλιακά ρολόγια έως περίπλοκες μεθόδους βασισμένες σε αστρικές παρατηρήσεις, μπορούσαν να υπολογίσουν με ακρίβεια την τοπική ώρα. Ως προς τη μέτρηση αποστάσεων, ο Γαλιλαίος εφηύρε ένα είδος πυξίδας με την οποία, υπολογίζοντας την απόσταση του πολικού αστέρα και του ήλιου, οι ταξιδιώτες έβρισκαν το γεωγραφικό πλάτος.

Εντυπωσιακότερο έκθεμα ήταν ο σφαιρικός αστρολάβος  του Αntonio Santucci, ένα κοσμολογικό μοντέλο κατασκευασμένο στα τέλη του 1500. Ακολουθεί τη γεωκεντρική απεικόνιση του κόσμου, πιστό στην αριστοτελική και πτολεμαϊκή αντίληψη για το σύμπαν. Η χρυσή ξύλινη αυτή κατασκευή τριών μέτρων υπογραμμίζει την ευμάρεια του οίκου των Μεδίκων που τη χρηματοδότησαν. Στους εσωτερικούς δακτυλίους βρίσκονται οι πλανήτες και ο ζωδιακός κύκλος, γύρω από τη Γη. Άλλωστε, η Αστρονομία και η Αστρολογία στο παρελθόν ήταν άρρηκτα συνδεδεμένες. Στην εξωτερική πλευρά υπάρχει ο θυρεός των Μεδίκων και στην κορυφή βρίσκεται η μορφή του Θεού. Το εμβληματικό έκθεμα φυλάσσεται σε σκοτεινό δωμάτιο ώστε να διατηρηθούν τα χρώματα.

Η επόμενη αίθουσα ήταν αφιερωμένη στις επίγειες και ουράνιες σφαίρες. Ενδιαφέρον παρουσίαζε χάρτης των μέσων του 1400 απεικόνιζε τρεις ηπείρους (Ευρώπη, Αφρική, Ασία) καθώς είναι προγενέστερος της ανακάλυψης της Αμερικής.

Η σημαντικότερη αίθουσα ήταν αφιερωμένη αποκλειστικά στον Γαλιλαίο. Το τηλεσκόπιο, αν και προϋπήρχε ως παιχνίδι, ο Γαλιλαίος το εξέλιξε πετυχαίνοντας μεγέθυνση 30 φορές μεγαλύτερη σε σχέση με την αρχική έκδοση των 3-5 φορών ∙ τομή στην Αστρονομία. Με το τηλεσκόπιο μελέτησε την επιφάνεια της Σελήνης, τις φάσεις της Αφροδίτης και 4 δορυφόρους του Δία, τους οποίους ονόμασε «Άστρα των Μεδίκων» (ήταν άλλωστε ο επικεφαλής μαθηματικός της αυλής των Μεδίκων). Οι ανακαλύψεις του έδωσαν επιστημονική βάση για την απόδειξη του ηλιοκεντρικού συστήματος του Κοπέρνικου, καθώς η κίνηση μικρότερων πλανητών γύρω από άλλον πλανήτη συγκρουόταν με το αριστοτελικό πρότυπο. Το 1642 ο Γαλιλαίος πεθαίνει και θάπτεται χωρίς τιμές, καθώς θεωρείτο αιρετικός. Το μεσαίο δάχτυλο του δεξιού χεριού του φυλάσσεται στο μουσείο. 

Στην αίθουσα των θερμομέτρων μάθαμε πως ο Γαλιλαίος πειραματίστηκε  με διάφορους τύπους - ακόμη και σε σχήμα βατράχου! Στα περισσότερα, απουσία κλίμακας, παρατηρούμε μόνο τις επιδράσεις της πίεσης στο περιεχόμενο υγρό. Το έργο του στα θερμόμετρα συνέχισαν οι μαθητές της Academia del Cimento. Συνεχίζοντας στα όργανα μέτρησης, η αστρονόμος αναφέρθηκε στο βαρόμετρο- όργανο μέτρησης της ατμοσφαιρικής πίεσης- που εφευρέθηκε από τον μαθητή του Γαλιλαίου Evangelista Torricelli.


 Εξαιτίας της καθυστέρησης έναρξης της ξενάγησης, λόγω μακροσκελούς προλόγου της υπεύθυνης, πολλά σχολεία-συμπεριλαμβανομένου και του δικού μας – δεν ολοκλήρωσαν τη διαδικτυακή περιήγηση στο μουσείο ώστε να μην χαθεί δεύτερη διδακτική ώρα.

Αν και ο υπολογιστής ως μέσο θεωρείται φύσει απρόσωπος, ο ενθουσιασμός μας για την πρώτη εξωδιδακτική δράση της «μετα-covid» εποχής έκανε τη συνάντηση να μας αφήσει γλυκιά επίγευση. Τέτοιες διαδικτυακές πλατφόρμες βρίσκουν λόγο ύπαρξης όταν η φυσική παρουσία καθίσταται σχεδόν ανέφικτη (το μουσείο βρίσκεται στη Φλωρεντία). Η διοργάνωση τέτοιων δράσεων από τα σχολεία προσφέρει ίσες ευκαιρίες απόκτησης ερεθισμάτων στους μαθητές, καθώς κάθε σχολείο έχει τεχνολογικές υποδομές, έστω και υποτυπώδεις. Παρά την καθυστέρηση, την εικόνα μέτριας ποιότητας και όσα τεχνικά προβλήματα ανέκυψαν, η βιωματική μάθηση πάντα προσελκύει το ενδιαφέρον των μαθητών∙ ακόμη και αυτοί που βαρέθηκαν, τουλάχιστον απήλαυσαν τη θέα του Άρνου ποταμού από το παράθυρο του μουσείου, ταξιδεύοντας στον πυρήνα της πνευματικής άνθησης στην Ιταλία του 16ου αιώνα, εισχωρώντας στη σκέψη του Γαλιλαίου και … διαπερνώντας την εξώσφαιρα προς τ’ άστρα, με ένα τηλεσκόπιο ανά χείρας.

 

Δευτέρα 23 Ιανουαρίου 2023

Η Μεγάλη Ιδέα και οι κοινωνικές τάξεις στην Ελλάδα του 19ου αιώνα ...

 Επιμέλεια: Χατζοπούλου Μ., Νταλιάρδα Ελ.





          Το 1844 ο Κωλέττης διατύπωσε με σαφήνεια στην Εθνοσυνέλευση τη Μεγάλη ιδέα: Το βασίλειο αποτελούσε μόνο ένα μικρό φτωχό μέρος της Ελλάδας. Το σημαντικότερο βρισκόταν υπό οθωμανική κατοχή και θα έπρεπε όλες οι δυνάμεις του έθνους να διατεθούν για την απελευθέρωση αυτού του τμήματος. Η Μεγάλη ιδέα που εκπορεύθηκε από αυτή την αντίληψη, δημιουργούσε προσδοκίες για ολοκλήρωση του εθνικού οράματος, που προϋπέθετε σημαντική διεύρυνση των συνόρων. Η έντονη παρουσία της εθνικής αυτής ιδεολογίας είχε επιπτώσεις στον πολιτικό και οικονομικό χώρο.

Η αστική τάξη της διασποράς αντιμετώπιζε με καχυποψία την οποιαδήποτε προσπάθεια επεκτατισμού της ανεξάρτητης Ελλάδας προς τα οθωμανικά εδάφη. Παρόλο που η Μεγάλη Ιδέα ήταό δημιούργημα της αστικής τάξης ίσως να χρησιμοποιήθηκε πολιτικά από τα κόμματα. Δεν ήταν όμως μια τακτική που επέβαλαν οι αστοί. Αντίθετα στη μικροαστική τάξη του ανεξάρτητου βασιλείου δεν γινόταν το ίδιο με την ελληνική αστική τάξη της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, που ήταν υποχρεωμένη να υιοθετεί μια στάση συμβιβασμού και αναβλητικότητας. Φυσικά, η διαφορά ανάμεσα στις δυο αντίθετες αυτές θέσεις όσον αφορά το μέλλον του έθνους δεν έφτασε ποτέ σε οξείες πολιτικές συγκρούσεις, διότι το ελληνικό κράτος πολλές φορές απέρριψε τις επεκτατικές και φιλοπόλεμες τάσεις της Μ. Βρετανίας η οποία συνεχώς φρόντιζε για τη διατήρηση και την εδαφική ακεραιότητα της αυτοκρατορίας. Έτσι, η αντικειμενική διάσταση ανάμεσα στα συμφέροντα κατεστημένης εναλλασσόμενης αστικής τάξης και στα μικροαστικά στρώματα και τις λαϊκές μάζες ανεξαρτήτου βασιλείου δεν εκφράστηκε ποτέ με ευκρίνεια.

        Μετά το 1880 η Μεγάλη ιδέα ήταν η κινητήρια ιδέα για την αστική ανάπτυξη και την εθνική συσπείρωση των Νεοελλήνων. Το πλεονέκτημά της ήταν ότι είχε πολύ μεγάλη απήχηση κυρίως σε λαϊκά στρώματα σε όλη τη περίοδο του 19ου αιώνα. Ήταν μια ιδέα ευρέως δημοφιλής. Ο απλός λαϊκός χαρακτήρας της Μ. Ιδέας βρέθηκε αντιμέτωπος με την αστική ανάπτυξη μετά το 1880. Σε περιόδους ανόδου του αστισμού τα αστικά κινήματα συγχέονται με τα λαϊκά. Αυτό γίνεται πιο αισθητό όταν οι προοπτικές της αστικής αναπτύξεως ενώνονται με τα προβλήματα της εθνικής ολοκλήρωσης. Στη περίπτωση αυτή η πρακτική των λαϊκών τάξεων έγινε κινητήρια δύναμη για την ολοκλήρωση της αστικής ανελίξεως. Επίσης, χάρη στα εθνικά προβλήματα ο αστισμός πήρε τα χαρακτηριστικά του λαϊκιστικού κινήματος. Έτσι, μετά το 1880 στη Ελλάδα παρουσιάσθηκε ανανεωμένο το κίνημα του εθνισμού και της Μεγάλης Ιδέας. Η ανανέωση χωρίστηκε σε τρία στάδια: α) η ιδέα αυτή να ανταποκρίνεται σε μία πιο ρεαλιστική πραγματικότητα που θα διαμορφωθεί γύρω από το Αιγαίο, β) συνδυασμός αστισμού και λαϊκισμού και γ) επιβολή προϋποθέσεων για την ανόρθωση του ελλαδικού κράτους που θα έχει ως αποτέλεσμα την εθνική ολοκλήρωση. Η εξήγηση για την ξαφνική στροφή των Ελλήνων διανοούμενων προς τις τρείς συνιστώσες εθνισμός, λαϊκισμός και αστισμός που τις θεωρούσαν και τις αναγνώριζαν ως κάτι λαϊκό διαμορφώθηκε στον ελληνικό χώρο μετά το 1880. Ο νέος ελληνικός εθνισμός συγχρόνισε την πορεία του με εκείνη του ιταλικού και του γερμανικού εθνισμού. Το λαϊκίστικο άνοιγμα αποτέλεσε μια ανανεωμένη έκδοση του κινήματος του αστισμού. Λαϊκή γλώσσα και λαϊκός πολιτισμός εδραιώθηκαν ως οι βάσεις του ανανεωμένου εθνισμού που στόχος του ήταν η εθνική συσπείρωση και η αστική ανάπτυξη. Σε όλες τις παραπάνω περιπτώσεις, το ζήτημα ήταν η ενσωμάτωση του λαϊκού παράγοντα μέσα στο σχέδιο για την εθνική ολοκλήρωση και την αστική ανόρθωση.        

 

Πέμπτη 19 Ιανουαρίου 2023

ΕΞΕΡΕΥΝΩΝΤΑΣ ΤΑ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΑ ΠΕΔΙΑ

 από την Λάμπρου Δ. , Κατσή Κ. και τον  Κουτσόπουλο Κ.

 

 Την Τετάρτη,18 Ιανουαρίου,  πραγματοποιήθηκε μια εκπαιδευτική δραστηριότητα στον κινηματογράφο Μαρία-Έλενα, στην οποία έλαβε συμμετοχή η Β’ Λυκείου με σκοπό την ενημέρωση των μαθητών σχετικά με τον επαγγελματικό προσανατολισμό. Οργανωτής ήταν  ο Δήμος Αγίων Αναργύρων-Καματερού. Ο αριθμός των μαθητών που την παρακολούθησαν  έφτασε στους 97. Οι καθηγητές που μας συνόδεψαν ήταν η κα Μούσιου, η κα Τζοβάρα, η κα Παπαμιχαήλ και ο κος Καλαμπόκης.

Με την είσοδό μας στον χώρο μας υποδέχτηκε η συντονίστρια και ψυχολόγος κα Ζάγκα Δέσποινα.  Η ημερίδα ξεκίνησε με τον χαιρετισμό και την ομιλία του αντιδημάρχου κου Στάθη Ευάγγελου.  Στην συνέχεια μας μίλησε η κα Αλεξοπούλου Μπέκη, η οποία είναι Σύμβουλος Επαγγελματικού Προσανατολισμού, για την επιλογή σταδιοδρομίας και επαγγέλματος. Μας παρουσίασε τα κριτήρια επιλογής ενός μελλοντικού επαγγέλματος. Επιπλέον, μας πληροφόρησε  για τους παράγοντες που είναι πιθανό να επηρεάσουν την απόφασή μας.

Ύστερα, η κα Αμβροσιάδου Νικόλ μας ενημέρωσε για την συμπλήρωση μηχανογραφικού, το πρόγραμμα σπουδών και τα επαγγελματικά δικαιώματα που μπορεί να μας παρέχει η κάθε σχολή. Είναι σημαντικό να αναζητούμε σε χαμηλόβαθμα τμήματα που συχνά υποτιμούνται  σχολές με επαγγελματικές  προοπτικές και να μην επικεντρωνόμαστε μόνο στις υψηλόβαθμες σχολές. Ακόμη, πρέπει να έχουμε την προσοχή μας στις αντιστοιχίες τμημάτων για πιθανή  μεταγραφή.

Με το τέλος της ομιλίας της κα Αμβροσιάδου, ακολούθησε η κα Χατζηστυλιανού Έλενα η οποία αναφέρθηκε στην σωστή διαχείριση του χρόνου και μελέτης μας. Η επιδίωξη της αποτελεσματικότερης μελέτης μπορεί να επιτευχθεί με σωστή υγιεινή διατροφή , πρωινό ξύπνημα και την αμέριστη προσοχή μας. Πρέπει επίσης να τονιστεί ότι η ύπαρξη εξωτερικών και εσωτερικών διασπαστικών παραγόντων, όπως το διαδίκτυο ή τυχόν ανησυχίες, δεν πρέπει να μας αποσυντονίσουν από την πραγματοποίηση του στόχου μας. Η παρουσίαση συνεχίστηκε με την κα Ζάγκα η οποία επισήμανε πως το άγχος δεν έχει πάντα αρνητική επίδραση. Αντιθέτως μας βοηθά να είμαστε σε ετοιμότητα για τις δύσκολες συνθήκες που θα αντιμετωπίσουμε στο μέλλον. Η ημερίδα έφτασε στο τέλος της με την ομιλία του δημάρχου κου Στ. Τσίρμπα.

Μετά από την παρουσίαση νιώσαμε ένα αίσθημα ανακούφισης, καθώς λύθηκαν πολλές απορίες μας. Όλοι μας αισθανθήκαμε ότι ενισχύθηκε η αυτογνωσία και η αυτοεκτίμηση που χρειαζόμαστε για τον σχεδιασμό της μελλοντικής μας ζωής. Είναι τιμή μας που παρευρεθήκαμε σε αυτή την δράση και ελπίζουμε να δοθεί αυτή η ευκαιρία και σε άλλα σχολεία.

Τετάρτη 18 Ιανουαρίου 2023

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΝΑΥΤΙΛΙΑ 18ος-19ος αιώνας

 Επιμέλεια: Ράπτη Α., Φιλιππούσης Π., Φιλιππούσης Ν., Χατζηκοττάκη Χ., Πανταζής Π.

 


               Στη διάρκεια του 18ου αιώνα, παρατηρήθηκε σημαντική ναυτιλιακή και εμπορική δραστηριότητα σε πολλές παραλιακές περιοχές του ελληνικού χώρου και σε νησιά. Η δραστηριότητα αυτή ευνοήθηκε από διάφορες συγκυρίες, και ιδιαίτερα από την έξοδο της Ρωσίας στη Μαύρη Θάλασσα και το εμπόριο που αναπτύχθηκε στα λιμάνια της περιοχής (λ.χ. στην Οδησσό) και της Μεσογείου. Με τη συνθήκη του Κιουτσούκ Καϊναρτζή (1774) μεταξύ της Ρωσίας και της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, τα χριστιανικά –ελληνικά– πλοία προστατεύονταν από τη ρωσική ισχύ και έτσι ευνοήθηκε η ραγδαία ανάπτυξη των δραστηριοτήτων τους.

Λίγο αργότερα, με τη Γαλλική Επανάσταση και τους Ναπολεόντειους πολέμους, ευνοήθηκε ιδιαίτερα η ελληνική ναυτιλία. Η διάσπαση του ηπειρωτικού αποκλεισμού, τον οποίο είχε επιβάλει το αγγλικό ναυτικό στα γαλλικά λιμάνια, έφερνε μεγάλα κέρδη, ενώ ταυτόχρονα η εξαφάνιση των γαλλικών πλοίων από την Ανατολική Μεσόγειο δημιούργησε κενά, που έσπευσαν να εκμεταλλευτούν οι Έλληνες.

 Όπως επιβεβαιώνεται και από την δοθείσα πηγή, από το τέλος του 18ου αιώνα η Ελλάδα διακινούσε πολύ μεγάλο μέρος του ευρωπαϊκού εμπορίου. Πιο συγκεκριμένα, η Θεσσαλονίκη ήταν το πιο πολυσύχναστο, εμπορικά και ναυτιλιακά, λιμάνι των Βαλκανίων. Στο θαλάσσιο πέρασμα της Κωνσταντινούπολης, το 1843, πάνω από τα μισά πλοία φέρουν ελληνική σημαία και είναι αξιοθαύμαστο πώς το μικρό βασίλειο της Ελλάδας μαζί με την Τουρκία καταφέρνει να κάνει τόση πολλή παραπάνω δουλειά απ' ότι η Αγγλία και η Γαλλία. Επομένως, δεδομένου του ότι έπλεαν τόσα ελληνικά πλοία στη Μεσόγειο και η εμπορική και ναυτιλιακή δραστηριότητα ήταν πολύ έντονη, μεγάλο μέρος της αστική τάξης θα μπορούσαμε να πούμε ότι είχε χαρακτήρα μεταπρατικό, αφού ασχολούταν με τις συγκεκριμένες δραστηριότητες.

]Στην ουσία, η εμπορική ναυτιλία στην Ανατολή αναπτύχθηκε για να εξυπηρετήσει τις δυτικές καπιταλιστικές κοινωνίες. Οι Έλληνες διέθεταν μεγάλη εμπειρία στην θάλασσα και μπορούσαν να διαχειρίζονται τον στόλο κατάλληλα. Υποστηρίζεται, ακόμη, ότι οι Έλληνες εφοπλιστές εξυπηρετούσαν τα συμφέροντα της Αγγλίας. Η Αγγλία βρισκόταν σε μια διαρκή προσπάθεια αποικιοποίησης. Προσπαθούσε να απλώσει την δύναμή της σε διάφορες περιοχές της Ευρώπης. Όπου δεν είχε καταφέρει να το κάνει αυτό, δραστηριοποιούνταν τα ελληνικά καράβια.

Οι πρωτοβουλίες και οι συγκροτημένες προσπάθειες για την είσοδο της ελληνικής ναυτιλίας στην εποχή του ατμού ξεκίνησαν μετά τα μέσα του 19ου αιώνα. Τα κεφάλαια που χρειάζονταν για την κατασκευή ή την αγορά και τη συντήρηση των ατμοπλοίων ήταν σημαντικά, με αποτέλεσμα να ανατραπούν οι παραδοσιακές εφοπλιστικές σχέσεις που ίσχυαν για τα ιστιοφόρα και να αναζητηθούν κεφάλαια μέσω εταιρειών και ισχυρών επιχειρηματικών σχημάτων. Το κράτος, οι τράπεζες (η Εθνική Τράπεζα ιδιαίτερα) και οι εκτός συνόρων ομογενείς συμμετείχαν ενεργά σ’ αυτές τις πρωτοβουλίες. Παρ’ όλα αυτά, η περιορισμένη διαθεσιμότητα κεφαλαίων και ο αυξημένος επιχειρηματικός κίνδυνος ανέστειλαν την ανάπτυξη της ελληνικής ατμοπλοΐας. Η παρουσία της άρχισε να γίνεται αισθητή μόλις την τελευταία δεκαετία του 19ου αιώνα. Τα 97 ελληνικά ατμόπλοια του 1890 έγιναν 191 το 1901 και 389 το 1912. Η ανάπτυξη αυτή στηρίχθηκε στην κυριαρχία Ελλήνων επιχειρηματιών στις μεταφορές στην περιοχή του Δέλτα του Δούναβη αλλά και στην κίνηση στο ίδιο το ποτάμι. Τα ατμόπλοια στήριζαν τον καπιταλισμό και τα κράτη που διακινούσαν χρήμα και συντηρούσαν τον καπιταλισμό. Ένα από αυτά ήταν και η Αγγλία. Άρα, στην ουσία η Ελλάδα γίνεται επίκουρος της Βρετανίας, καθώς ενισχύει την οικονομική της δραστηριότητα.

Μετά την ανάπτυξη της ατμοπλοΐας, το μονοπώλιο αυτό χάθηκε. Στην ουσία, η ενοποίηση των οικονομιών δεν βοήθησε στην ανάπτυξη των τοπικών, ελληνικών εμπορικών κέντρων. Τα εμπορικά κέντρα της Ελλάδας, που συντηρούσαν την αστική τάξη, εξαφανίστηκαν κατά την δεκαετία 1840-1880. Επειδή η δραστηριοποίηση των ελληνικών πλοίων πραγματοποιούταν σε χώρο εκτός συνόρων, εξαρτιόταν από τα κεφάλαια των ξένων και οι δοσοληψίες δεν είχαν κάτι να προσφέρουν πια στον ελληνικό χώρο. Η εμπορική ναυτιλία της Ελλάδας από το 1870 και μετά εξυπηρετούσε τα ευρωπαϊκά χρηματιστικά κεφάλαια και αποσυνδέθηκε το ελληνικό ναυτικό από την ανάπτυξη της Ελλάδας. Για να επιβιώσουν οι άνθρωποι που στελέχωναν την εμπορική ναυτιλία, αναγκάστηκαν να υποκύψουν στους κανόνες της παγκόσμιας και ευρωπαϊκής αγοράς. Ήταν ένας προάγγελος, στην ουσία, της παγκοσμιοποίησης που ακολούθησε τον 20ο αιώνα.

ΕΡΓΑΤΙΚΟ ΚΙΝΗΜΑ - ΚΑΤΑΚΤΗΣΕΙΣ τέλη 19ου αι. – αρχές 20ου αι.

 Επιμέλεια: Μισθού Άννα, Μητροπούλου Βίκυ

 


Οι διαφορές του εργατικού κινήματος στην Ελλάδα, συγκριτικά με άλλες γειτονικές ή Βαλκανικές χώρες, οφείλονται στην ιστορική ιδιομορφία της ελληνικής ανάπτυξης, Στο τέλος του 19ου αιώνα συναντάμε στην Ελλάδα σοσιαλιστικές ομάδες και εργατικές ομαδοποιήσεις.

Από τις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα μέχρι και την Επανάσταση του 1909 στο Γουδί η ελληνική οικονομία χαρακτηρίζεται από τη γρήγορη εξέλιξη των τάσεων που διαμορφώθηκαν κατά το τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα. Πρόκειται για ένα σταδιακό πέρασμα από τις πρώιμες μορφές ανάπτυξης του κεφαλαίου [εμπορικό εφοπλιστικό] στο βιομηχανικό καπιταλισμό. Χρονικά η «απογείωση» του Βιομηχανικού καπιταλισμού χρονολογείται στην Ελλάδα από τα τέλη της δεκαετίας του 1860 έως και τις αρχαίες της δεκαετίας το 1870. Γεγονός που επιβεβαιώνεται αφού λίγα χρόνια αργότερα καθιερώνονται σταδιακά και τα εργατικά μέτρα τα οποία επί χρόνια διεκδικούσαν τα εργατικά σωματεία που αφορούσαν τις εργασιακές σχέσεις στη βιομηχανία.

Το εργατικό κίνημα προκλήθηκε άμεσα από την υπάρχουσα κρίση των δομών που υπήρχε στα παραδοσιακά κέντρα και όχι τόσο από τη Βιομηχανική ανάπτυξη των αστικών κέντρων. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα τη δυναμική του κινήματος στα παλαιά κέντρα της Σύρου και της Πάτρας και την ευκαιρία να σταθούν πρωτοπόροι τμήματα της Παλαιάς εργατικής τάξης παρά προλεταριακού χαρακτήρα. Το γεγονός αποδίδεται συχνά στην «ελλιπή προλεταριοποίηση» των ελληνικών εργατικών στρωμάτων καθώς και στις έντονες «μικροαστικές επιδράσεις» που περιορίζουν την επαναστατική τους συνείδηση. Η δομή των εργατικών στρωμάτων και η πολιτική Ιδεολογία που καθοδήγησε την οργανωτική τους συγκρότηση δεν είναι οι μόνοι παράγοντες που καθόρισαν την ανάπτυξη του εργατικού κινήματος στην Ελλάδα την περίοδο του 19ου αιώνα.



Ακόμη, όπως αναφέρει η πρώτη πηγή ,το εργατικό κίνημα του  Καλλέργη το 1888 αποσκοπούσε ως προς τα αιτήματα του προς το κράτος ενώ παράλληλα αναπτύσσονταν η ιδέα πώς το κίνημα των καλλιεργητών στρεφόταν ενάντια της κρατικής πολιτικής, τον σταφιδέμπορων και των τοκογλύφων. Κατά τη διάρκεια του 1894 γιορτάστηκε για πρώτη φορά η εργατική πρωτομαγιά και τα αιτήματα των σοσιαλιστικών αφορούσαν την καθιέρωση της Κυριακής ως αργίας, τη θέσπιση της 8ωρης  εργασίας, σύνταξη μετά το πέρας της εργασίας, κατάργηση των χρεών λόγω προσωπικών κρατήσεων και τέλος κατάργηση των θανατικών εκτελέσεων.

Ένα ακόμα κίνημα ήταν εκείνο του Αβραάμ Μπεναρόγια το 1908, η Φεντερασιόν  μία μεγάλη πολυεθνική οργάνωση της πόλης με πρωτεργάτες σοσιαλιστές από την ανοιχτή σε ιδέες εβραϊκή κοινότητα  που αποτέλεσε σημαντικό δίαυλο για την διάδοση σοσιαλιστικής και εργατικής ιδεολογίας στη χώρα. Τον Μάιο του 1909 η Φεντερασιόν  μετονομάστηκε σε εργατική ομοσπονδία Θεσσαλονίκης. Όμως οι διαφορές ανάμεσα στους Εβραίους σοσιαλιστές και των εθνικών ομάδων εμπόδισε την εξέλιξή τους. Τέλος μία ακόμα οργάνωση ,το σοσιαλιστικό εργατικό κόμμα (ΣΕΚΕ) το Νοέμβριο του 1918 εξέφρασε ζητήματα και αιτήματα τα οποία αφορούσαν την κατάργηση των έμμεσων φόρο ,την εθνικοποίηση το Συγκοινωνιών,  η συμμετοχή του Κράτους από τα κέρδη των μονοπωλίων, την συμμετοχή των εργατών στο χώρο της διοίκησης και τέλος την παραχώρηση των τσιφλικιών και των κτημάτων στις κοινότητες.

Σημαντική είναι και η επίδραση που άσκησε η κυβερνητική πολιτική 1909-1912 απέναντι στο εργατικό κίνημα, όπως εκφράζεται κυρίως με την εργατική νομοθεσία των κυβερνήσεων Βενιζέλου. Πράγματι φαίνεται ότι οι πρώιμες θεσμικές παραχωρήσεις της εργατικής νομοθεσίας κατόρθωσαν να προκαταλάβουν ως ένα βαθμό τις εργατικές διεκδικήσεις, πριν διαμορφωθούν καν μέσα από την συλλογιστική δράση. Τα συνδικαλιστικά αιτήματα του εργατικού κινήματος επικεντρώθηκαν με αυτόν τον τρόπο αφενός στην εφαρμογή της υπάρχουσας νομοθεσίας κι αφετέρου σε οικονομικές διεκδικήσεις. Κι όσο οι πολιτικές ανακατατάξεις της περιόδου μετατοπίζουν τη σχετική κυβερνητική πολιτική σε όλο και πιο αυταρχικές πρακτικές τόσο η πολιτική διάσταση του εργατικού κινήματος παίρνει προβάδισμα.

 Επιπλέον στην περίοδο του 1911 διαμορφώθηκε υπό τον Ν. Γιαννιό  το σοσιαλιστικό κέντρο της Αθήνας με τη συνεργασία όλων των εργατών του κόσμου με στόχο τη βελτίωση πολιτικών και Οικονομικών φαινομένων κυρίως, και δευτερευόντως κοινωνικά θέματα. Στο εργατικό τομέα θέλησαν να προωθήσουν την ιδέα για την σύσταση Εθνικής ασφάλειας, η οποία θα φρόντιζε για τις ασθένειες τα γεράματα τα δυστυχήματα και την ανικανότητα με σκοπό να προστατεύονται οι εργάτες.

Το 1909 νομοθετείται η υποχρεωτική αργία της Κυριακής και εξαιρούνται από τις κατασχέσεις λόγω χρεών οι χαμηλόμισθοι εργαζόμενοι ,ενώ το 1910 νομιμοποιούνται τα εργατικά κέντρα της Αθήνας και του Πειραιά. Το 1914 γενικεύεται η υποχρεωτική ασφάλιση των εργαζομένων έναντι ατυχήματος, ενώ ταυτόχρονα Απαγορεύεται η σύσταση κοινών Σωματείων της εργοδοσίας και των εργαζομένων, καθώς επίσης θεσμοθετούνται και οι συλλογικές συμβάσεις εργασίας. Έπειτα με νόμο του 1912 απαγορεύεται η εργασία των παιδιών κάτω των 12 χρονών και των γυναικών σε κατάσταση εγκυμοσύνης επί τέσσερις εβδομάδες πριν, και τέσσερις μετά το τοκετό. Με τον ίδιο νόμο, το ανώτατο όριο εργάσιμων ωρών την ημέρα για τους ανήλικους και τις γυναίκες καθορίζεται στις 10 ώρες με το νόμο περί υποχρεωτικής ασφαλίσεως των εργατών και των ιδιωτικών υπαλλήλων του 1922 ολοκληρώνεται η νομοθεσία που σχετίζεται για την ασφάλιση έναντι ατυχήματος και λόγω γήρατος.

 Από το 1911 καθορίζονται κανόνες υγιεινής και λειτουργίας που πρέπει να τηρούν οι εργοδότες στα εργοστάσια και τίθενται στην Επιθεώρηση Εργασίας να ελέγχει την τήρηση των κανόνων αυτών καθώς και την τήρηση της νέας εργατικής νομοθεσίας γενικότερα. Όταν το 1918 ιδρύεται η ΓΣΕΕ εντάσσονται  214 εργατικές οργανώσεις με 65 χιλιάδες μέλη, ενώ για την ίδια εποχή υπολογίζεται πάντως ότι υπήρχαν στην Ελλάδα 366 εργατικές ενώσεις με 79.000 μέλη. Τέλος την περίοδο αυτή αρχίζει και η σταδιακή μείωση του εργάσιμου χρόνου. Το 1914 σε 8 βιομηχανικούς κλάδους η εργάσιμη μέρα είναι 12 ώρες, σε 3 κυμαίνεται από 10 έως 12 ώρες ,σε 4 είναι 10 ώρες και σε 2 από 8 έως 10 ώρες, ενώ μόνο σε έναν βιομηχανικό κλάδο είναι 8 ώρες. Το 1919 η Ελλάδα υπογράφει το σύμφωνο της Ουάσιγκτον το οποίο πέρα από τα ζητήματα που αναφέρονταν στην ασφάλιση, την συνταξιοδότηση, την Αρωγή των ανέργων και τα λοιπά, υποχρεώνει τις συμβαλλόμενες χώρες να εφαρμόσουν το οκτάωρο σε όλους τους κλάδους της βιομηχανίας. Η Βουλή επικύρωσε το σύμφωνο το 1920 το οκτάωρο γενικεύεται τελικά το 1930.

Συμπερασματικά γίνεται αντιληπτό πως η δημιουργία και η οργάνωση εργατικών σωματείων συνέβαλαν άμεσα στην ανάπτυξη του εργατικού κινήματος και στη βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης τους κατά τις αρχές του 20ου αιώνα.

Τρίτη 10 Ιανουαρίου 2023

Μετακινήσεις Πληθυσμών στον Ελλαδικό χώρο κατά τον 19ον αιώνα

Επιμέλεια: Βαρσαμούλη Β., Μαυροειδή Υ., Μουρατίδου Ρ.

  α) Δημογραφικά Δεδομένα  Ελλαδικού χώρου

 Οι αλλαγές που σημειώνονται στο χρονικό διάστημα (1833-1936), στην έκταση της χώρας και στην πυκνότητα του πληθυσμού είναι αρχικά το 1838, η έκτασή της στα 47.516 και ο πληθυσμός της 752.000, μετά από 13 χρόνια δηλαδή το 1851 η έκταση της παραμένει ίδια, ενώ ο πληθυσμός αυξάνεται 1.015.000. Επίσης, μετά από 20 χρόνια, το 1871, η έκτασή της έχει αυξηθεί 50.211 και αντίστοιχα ο πληθυσμός της 1.480.000. Επιπλέον, περίπου στα τέλη του 19ου αιώνα, το 1881, η έκτασή της πληθαίνει μέχρι 63.606 τετραγωνικά χιλιόμετρα και ο πληθυσμός της 2.004.000.

 Στην συνέχεια, τον 20ο αιώνα, δηλαδή το 1901 η Ελλάδα έχει έκταση 63.211 και ο πληθυσμός αυξάνεται 517.000, με τελικό αποτέλεσμα 2.521.000. Έπειτα, από 11 χρόνια η έκτασή της παραμένει ολόιδια, αλλά ο πληθυσμός της αυξήθηκε ελάχιστα μέχρι 2.701.000. Επιπρόσθετα, το 1914 η εξέλιξη της Ελλάδας πολλαπλασιάζεται σε έκταση 120.000 και σε πληθυσμό 4.818.000 και το 1920 σε 150.833 και 5.531.000. Τέλος, το 1928 και 1936 η έκτασή τους μειώνεται 130.199, αλλά ο πληθυσμός τους 6.205.000, ενώ 7.050.000.

 β) Αστικός Πληθυσμός

  Οι αλλαγές αυτές ως προς την έκταση και ως προς τον πληθυσμό της Ελλάδας. Συγκεκριμένα, το 1805 ο μεγαλύτερος πληθυσμός 20.000, αναφέρεται στις πόλεις Μιστράς και Τριπολιτσά, ο μεσαίος πληθυσμός του ίδιου χρόνου ήταν 12.000, στις πόλεις Αθήνα και Χαλκίδα και ο μικρότερος ήταν 10.000, στην πόλη της Πάτρας. Ακόμη, με διαφορά 21 χρόνια το Ναύπλιο, το 1799 είχε πληθυσμό 7.000, ενώ ο Πόρος, το 1828, 7.000. Τέλος, το νησί της Ύδρας, το 1821 είχε 28.000 πληθυσμό. Στην συνέχεια, οι παραπάνω πόλεις συγκριτικά και με την Θεσσαλονίκη, Ιωάννινα, Λάρισα, Βέροια, Ψαρά, Μήλος, Μύκονος και Σπέτσες διαφέρουν ως προς τον πληθυσμό, τα έτη 1806-1820.

 

 γ) Μετακινήσεις αγροτικών πληθυσμών

  Σύμφωνα με την πηγή του Κ. Μοσκώφ, η μετακίνηση των ανθρώπων από την ύπαιθρο στην Αθήνα είχε δεκαπλασιαστεί μέσα σε 80 χρόνια από τα 1830 ως τα 1909, από τους χωρικούς της Ρούμελης, της Ηπείρου και του ανατολικού Μωρηά. Αρχικά, οι οικογένειες των αγροτικών πληθυσμών έσπαγαν, δηλαδή τα γυναικόπαιδα παρέμεναν εκεί, ενώ οι άντρες κατέφευγαν στις πόλεις για να εργαστούν και επέστρεφαν μόνο το καλοκαίρι και για εποχή της σποράς. Παράλληλα, το 1890 το σύνολο του πληθυσμού της χώρας περιλαμβάνει 404.000 κατοίκους, καθώς αυξήθηκε εξαιτίας της εσωτερικής μετανάστευσης.

 Βέβαια, με βάση την πηγή του Τ. Τσουκαλά το ισχυρότερο μεταναστευτικό ρεύμα ήταν του εξωτερικού, επειδή οι περισσότεροι κάτοικοι οδηγούνται προς το εξωτερικό και όχι στις πόλεις. Όπως για παράδειγμα κατευθύνονται στην Κωνσταντινούπολη και στα παράλια της Μικράς Ασίας, αλλά και στην Τουρκία, την μεσημβρινή Ρωσία, την Ρουμανία και στις Η.Π.Α.

Δευτέρα 9 Ιανουαρίου 2023

ΕΛΛΑΔΑ 1900 – 1936: ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΣΥΝΘΗΚΕΣ



Επιμέλεια: Γερονίκου Δήμητρα


Μελετώντας τις οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες μετά τη λήξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου έως και την έναρξη του Β’ Παγκοσμίου, προκύπτει πως η Ελλάδα προσπάθησε , αν και δεν τα κατάφερε, να εμποδίσει κοινωνικές και οικονομικές κρίσεις και να διατηρήσει το κύρος που είχε αρχίσει να αποκτά τα τελευταία χρόνια πριν τον Μεγάλο Πόλεμο.

          Την περίοδο μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, στην Ελλάδα γίνεται λόγος για μια σοβαρή οικονομική καθυστέρηση που, αν και  υπήρξαν προσπάθειες για αναχαίτιση, είχε επιπτώσεις στη γεωργία, λόγω ανεπαρκούς εξοπλισμού. Το 55% του ενεργού πληθυσμού ασχολείται με τη γεωργία, με συμμετοχή στο εθνικό προϊόν κατά 36%. Στο κοινωνικό πεδίο, η λύση του αγροτικού ζητήματος, που αποφασίστηκε το 1917 από την επαναστατική κυβέρνηση του Βενιζέλου μετέβαλε τον αγροτικό κόσμο εξαλείφοντας τον φεουδαρχισμό και προκαλώντας την αύξηση των μικροκαλλιεργητών, με ιδιοκτησία ως είκοσι εκτάρια το 1951. Το αποφασιστικό βήμα προς την ολοκλήρωση της αγροτικής μεταρρύθμισης έγινε στα ταραγμένα χρόνια του Α' Παγκοσμίου πολέμου και του «εθνικού διχασμού». Το 1917 η κυβέρνηση του Ελευθερίου Βενιζέλου στη Θεσσαλονίκη αποφάσισε την ολοκλήρωση της μεταρρύθμισης. Ο στόχος ήταν διπλός: αφενός η στήριξη και ο πολλαπλασιασμός των ελληνικών ιδιοκτησιών γης στις νεοαποκτηθείσες περιοχές και αφετέρου η αποκατάσταση των προσφύγων και η πρόληψη κοινωνικών εντάσεων στον αγροτικό χώρο. Τέλος, τα αποξηραντικά έργα στη Μακεδονία πρόσθεσαν πάνω από 50.000 εκτάρια καλλιεργήσιμων γαιών. Η αποξήρανση έδινε πλούσια καλλιεργήσιμη γη. Ήταν και ο μόνος τρόπος καταπολέμησης της ελονοσίας, της αρρώστιας που αποτελούσε μάστιγα για την αγροτική Ελλάδα ως τα μέσα του 20ου αιώνα. Πολλά αποστραγγιστικά έργα έγιναν στη χώρα, με πιο σημαντικό την αποξήρανση της λίμνης Κωπαΐδας στη Βοιωτία.


       Στο πεδίο της ναυτιλίας και των εμπορικών δραστηριοτήτων, για την περίοδο 1921 -1930, παρατηρείται δεκαπλασιασμός του εμπορίου, περνώντας σε 1.375,81 εκατ. δραχμές ως προς τις εισαγωγές και σε 696,81 εκατ.  ως προς τις εξαγωγές. Αν λάβουμε υπόψη τις παραγωγικές δυνατότητες της Ελλάδας στη διάρκεια του πρώτου αιώνα της ανεξαρτησίας της, δεν πρέπει να μας εκπλήσσει το γεγονός ότι το μεγαλύτερο μέρος του εξωτερικού της εμπορίου αφορούσε γεωργικά προϊόντα. Στις εξαγωγές, περισσότερο από τα 2/3 (σε αξία) του συνόλου, ήταν γεωργικά προϊόντα. Η γενική τάση μάλιστα οδηγούσε προς τη διεύρυνση του ποσοστού των εξαγωγών αγροτικών προϊόντων, που έφτασαν να αντιπροσωπεύουν τα 3/4 των συνολικών εξαγωγών στη δεκαετία 1900-1910. Στην κατηγορία αυτή την πρώτη θέση είχε η σταφίδα, που από μόνη της πλησίαζε σε αξία το 1/2 των συνολικών εξαγωγών. Ακολουθούσε με μεγάλη διαφορά το ελαιόλαδο και, μετά το 1900, το κρασί. Εκτός από τα παραπάνω είδη, εξάγονταν μικρές ποσότητες φυτικών προϊόντων για βιομηχανική επεξεργασία, το βαμβάκι, για παράδειγμα, την εποχή του αμερικανικού εμφυλίου πολέμου ή ο σταθερά ανερχόμενος καπνός, πού όμως αντιπροσώπευε ακόμα ασήμαντο ποσοστό των εξαγωγών (2-3%). Μέχρι το 1880 επίσης υπήρχε σημαντική εμπορική κίνηση στα κατεργασμένα δέρματα, η οποία όμως σχεδόν εξαφανίστηκε στη συνέχεια. Στην κατηγορία των πρώτων υλών, τις εξαγωγές συμπλήρωναν τα μεταλλευτικά προϊόντα, που από το τέλος του 19ου αιώνα πλησίαζαν το 1/5 της συνολικής αξίας των εξαγωγών. Επρόκειτο κυρίως για μόλυβδο, για μαγγανιούχα μεταλλεύματα, για σμύριδα και θηραϊκή γη. Οι εξαγωγές βιομηχανικών προϊόντων ήταν κυριολεκτικά ασήμαντες . Στο πεδίο της ναυτιλίας το 1928 η χωρητικότητα των πλοίων ανέρχεται σε 1.315.473 και το 1938 σε 1.929.191 . Η ελληνική ναυτιλία, παρά τις περιόδους κρίσης που πέρασε και παρά τον ανταγωνισμό των υψηλού κόστους και τεχνικών απαιτήσεων ατμοπλοίων, ακολούθησε ανοδική πορεία. Ο αριθμός και η χωρητικότητα των πλοίων της δεν έπαυαν να αυξάνουν. Το 1840 τα ελληνικά πλοία είχαν συνολική χωρητικότητα 100.000 τόνους, ενώ το 1866 ξεπερνούσαν τους 300.000 τόνους. Η ανάπτυξη αυτή δεν ήταν αυτονόητη. Υπήρξαν έντονες αυξομειώσεις στην περίοδο κατά την οποία τα ελληνικά ιστιοφόρα αντικαταστάθηκαν από ατμόπλοια. Το ίδιο χρονικό διάστημα πολλά από τα εθνικά δημόσια έργα έγιναν για την εξυπηρέτηση της ναυτιλιακής δραστηριότητας. Κατασκευάστηκαν λιμάνια και δημιουργήθηκε ένα σύστημα φάρων, που έκανε πολύ ασφαλέστερη τη ναυσιπλοΐα στις ελληνικές θάλασσες. Η υποτίμηση του νομίσματος , οι χαμηλοί μισθοί και τα μέτρα προστατευτισμού του κράτους βοήθησαν τη ναυτιλία να αναπτυχθεί.

           Σε κοινωνικό επίπεδο , είναι απαραίτητο να επισημανθεί ότι υπήρχε ανισότητα και ο πλούτος συγκεντρωνόταν αποκλειστικά σε μια μειοψηφία που, θέλοντας και μη, καθόριζε τα πράγματα. Την περίοδο αυτή , παρατηρείται ισορροπία μεταξύ αγροτικού και αστικού πληθυσμού και η αστικοποίηση, μια διαδικασία κοινωνικής μεταβολής , οδηγεί τον αστικό πληθυσμό να είναι στο 42% το 1951 ενώ το 1927 ήταν στο 36,3% . Το κράτος είχε προωθήσει την αστικοποίηση της: το 1/3 του πληθυσμού ζούσε πλέον σε μεγάλα αστικά κέντρα.

              Την ίδια περίοδο, μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, η βιομηχανία είχε σοβαρή καθυστέρηση, καθιστώντας την μια βιομηχανία κατανάλωσης με μεσαίες ή μικρές μονάδες. Η εμφάνιση μονάδων παραγωγής, που θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν βιομηχανικές, άρχισε κατά τις πρώτες δεκαετίες της ανεξαρτησίας με αποσπασματικό, ευκαιριακό ίσως τρόπο. Οι μονάδες αυτές αποσκοπούσαν στην εξυπηρέτηση τοπικών αναγκών, οι οποίες σχετίζονταν με την επεξεργασία αγροτικών προϊόντων. Επρόκειτο κυρίως για εξέλιξη των παραδοσιακών αλευρομύλων, των ελαιοτριβείων, των βυρσοδεψείων και των κλωστηρίων. Οι μονάδες όμως αυτές δεν αποτέλεσαν την αφετηρία για τη δημιουργία πιο σύνθετων βιομηχανικών συγκροτημάτων αλλά, στις περισσότερες περιπτώσεις, παρέμειναν στάσιμες και περιορισμένες ως προς τα οικονομικά τους μεγέθη. Ο δισταγμός αυτός οφειλόταν ίσως στη μικρή έκταση της εγχώριας αγοράς, στην πίεση των εισαγόμενων προϊόντων αλλά και στην έλλειψη πολυάριθμου, ειδικευμένου και φθηνού εργατικού δυναμικού. Με την εφαρμογή νέας διατίμησης για την προστασία της εθνικής βιομηχανίας , σημειώνεται γρήγορη επέκταση. Γύρω στα 1870 σημειώθηκε κάποιο κύμα ίδρυσης βιομηχανικών επιχειρήσεων, περισσότερων από εκατό, ενώ ταυτόχρονα παρατηρήθηκε κάποια τάση αύξησης του δυναμικού των ήδη υπαρχουσών μονάδων. Πολύ γρήγορα όμως, η απόπειρα αυτή έχασε τη δυναμική της και οι σχετικές δραστηριότητες επέστρεψαν στην ύφεση και τη στασιμότητα. Οι όροι άρχισαν να μεταβάλλονται μόλις στα τελευταία χρόνια του 19ου αιώνα και, κυρίως, στα πρώτα χρόνια του 20ού. Τότε δημιουργήθηκε ένα βιομηχανικό δυναμικό σχετικά σταθερό, πολυδιάστατο, με τάσεις ανάπτυξης της βαριάς βιομηχανίας, της μεταλλουργίας, της ναυπηγικής και της τσιμεντοβιομηχανίας, η οποία πρωτοεμφανίστηκε στις αρχές του νέου αιώνα. Το έτος 1920 οι βιομηχανικές μονάδες έφταναν τις 2.905, απασχολώντας 60.000 εργάτες. Η επέκταση γίνεται φανερή το έτος 1938, ακριβώς πριν την έναρξη του δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, κατά το οποίο τα εργοστάσια είναι 4.515 και το εργατικό δυναμικό που απασχολούν είναι 277.000.

                Τέλος, οι εργατικές ενώσεις και τα συνδικάτα  δειλά - δειλά έκαναν την εμφάνισή τους με το τέλος του Α’ Παγκοσμίου . Στη διάρκεια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, οι πιέσεις που δέχτηκε η ελληνική κοινωνία, η εμπλοκή της σε διεθνείς υποθέσεις και ο αντίκτυπος της ρωσικής επανάστασης οδήγησαν το εργατικό και το σοσιαλιστικό κίνημα σε ταχύτατη ωρίμανση. Προς το τέλος του πολέμου ιδρύθηκε η Γενική Συνομοσπονδία Εργατών Ελλάδος (ΓΣΕΕ) που συμπεριέλαβε κλαδικά και τοπικά σωματεία, και το Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα της Ελλάδος (ΣΕΚΕ), που λίγο αργότερα προσχώρησε στην Τρίτη Κομμουνιστική Διεθνή και μετονομάστηκε σε Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδος. Στα πλαίσια ενός σύγχρονου συνδικαλισμού οργανώθηκε μια εργατική τάξη, άλλωστε και ο αριθμός των εργατών αυξανόταν ραγδαία, το 1918 ήταν 338.120 μόνο στη βιομηχανία. Έτσι, το 1928 έχουμε 1.199 συνδικάτα, με μέλη 269.000 στον αριθμό το 1939, γεγονός που συνέβαλε στη δραστηριοποίηση της Αριστεράς. Η εργατική τάξη, με αυτόν τον τρόπο ξεκίνησε να διεκδικεί τα συμφέροντά της οργανώνοντας απεργίες και προκαλώντας ταραχές στις πόλεις, όπου η εργατική τάξη ήταν μεγαλύτερη.

         

Ανάπτυξη μισθωτής εργασίας - Συνθήκες διαβίωσης και εργασίας εργατών βιομηχανίας (τέλη 19ου αι.)


Επιμέλεια: Γαβριελάτου Ε., Ιωακειμίδου Η.  



α)
Χ
ρειάστηκε να περάσουν 40 περίπου χρόνια από την απόκτηση της εθνικής ανεξαρτησίας για να παρατηρηθεί μία πρώτη απόπειρα ανάπτυξης των βιομηχανικών δραστηριοτήτων στη χώρα. Γύρω στο 1870 σημειώθηκε κάποιο κύμα ίδρυσης βιομηχανικών επιχειρήσεων περισσότερο από 100 ενώ ταυτόχρονα παρατηρήθηκε κάποια τάση αύξησης του δυναμικού των ήδη υπαρχουσών μονάδων. Πολύ γρήγορα όμως η απόπειρα αυτή έχασε την δυναμική της και οι σχετικές δραστηριότητες επέστρεψαν στην ύφεση και στασιμότητα. Οι όροι άρχισα να μεταβάλλονται μόλις στα τελευταία χρόνια του 19ου αιώνα. Τότε δημιουργήθηκε ένα βιομηχανικό δυναμικό σχετικά σταθερό πολυδιάστατο με τάσεις ανάπτυξης βαριάς βιομηχανίας της μεταλλουργίας ,της ναυπηγικής  και της τσιμεντοβιομηχανίας η οποία πρωτοεμφανίστηκε στις αρχές του νέου αιώνα.

        Οι πόλεις μεγάλωναν χωρίς αυτό να σημαίνει ότι είχαν κάποια ομοιότητα στο διάστημα που μας απασχολεί με τα βιομηχανικά εμπορικά χρηματιστικά αστικά κέντρα της Δύσης. Για τα ευρωπαϊκά μέτρα οι πόλεις της μικρής Ελλάδας έμοιαζαν περισσότερο με μεγάλα χωριά. Η μετακίνηση ανθρώπων από την ύπαιθρο στα αστικά κέντρα δε στοχεύει αποκλειστικά σε εγκατάσταση στον αστικό χώρο όπου η αργή ανάπτυξη των παραγωγικών δραστηριοτήτων δεν έδινε στους νεοφερμένους πολλές ευκαιρίες. Παρ' όλα αυτά σύμφωνα με το πρώτο ιστορικό παράθεμα, μερικοί από τους εσωτερικούς μετανάστες δούλεψαν ως εργάτες ενώ άλλοι εργάστηκαν σε δραστηριότητες του εμπορίου και των υπηρεσιών

         Στις κυρίες επαρχιακές πόλεις Ερμούπολη και Πάτρα αναπτύχθηκε η πρώτη μορφή μισθωτής εργασίας. Δεν επιδιώχθηκε ο καταμερισμός των έργων κατά την διάρκεια της ανάπτυξης της. Αξίζει να σημειωθεί ότι η Σύρος ήταν ένα από τα πιο σημαντικά ναυτικά κέντρα της περιόδου αφού η στρατηγική θέση του νησιού στο κέντρο του Αιγαίου ήταν πάνω ακριβώς στις διαδρομές και συνέδεαν τα Στενά και την Μαύρη Θάλασσα με τους μεσογειακούς δρόμους του εμπορίου. Ενώ, η Πάτρα ήταν ένα παραδοσιακό οικονομικό κέντρο με ισχυρό εμπορικό λιμάνι. Για αυτό τον λόγο οι παραπάνω πόλεις ήταν οι πρώτες που παρουσίαζαν τις που εμφανίζονταν στο διεθνές εμπόριο και κατ' επέκταση στην διεθνή αγορά. Η εμφάνιση μονάδων παραγωγής που θα μπορούσε να χαρακτηριστούν βιομηχανικές άρχισαν κατά τις πρώτες δεκαετίες της ανεξαρτησίας με αποσπασματικό και ευκαιριακό ίσως τρόπο. Οι μονάδες αυτές αποσκοπούσαν στην εξυπηρέτηση τοπικών αναγκών οι οποίες σχετίζονταν με την επεξεργασία αγροτικών προϊόντων. Επρόκειτο κυρίως για εξέλιξη των παραδοσιακών αλευρόμυλων τον ελαιοτριβείων τον βυρσοδεψείων και τον κλωστηρίων. Το πρώτο ιστορικό παράθεμα επίσης αναφέρει ότι η οινοποιεία και οι βυρσοδεψεία αποτελούσαν την πρώτη μορφή εξαρτημένης εργασίας.                         

        Πριν το 1888 στην Σύρο και στην Πάτρα εμφανίστηκε η πρώτη μορφή εργατικής τάξεως που είχε περισσότερο βιοτεχνικό χαρακτήρα. Νέα βιομηχανικά κέντα αποτέλεσε ο Πειραιάς και η Αθήνα όπου εμφανίστηκε μια πρωτοφανή για την Ελλάδα εργατική τάξη που αποτέλεσε τον πυρήνα των εργατών της χώρας κυρίως λόγω της κλωστοϋφαντουργίας το οποίο επιτεύχθηκε με την ανάπτυξη της εγχώριας παραγωγής, αυτάρκειας της χώρας για να μειωθούν ή αποκλειστούν μερικές εισαγωγές.

        Η ανάπτυξη της μισθωτής εργασίας διαφαίνεται μάλιστα και από την αύξηση των εργατών της βιομηχανίας. Πιο συγκεκριμένα από τους 7.342 το έτος 1873 έφτασαν τους 17.152 το 1893.

         Η εμφάνιση και ανάπτυξη της βιομηχανίας στον ελληνικό χώρο κατά τον 19ο αιώνα παρουσίασε ελάχιστα κοινά σημεία με όσα συνέβαιναν στο πεδίο αυτό στη Δυτική και Κεντρική Ευρώπη τα οποία συνοπτικά ονομάστηκαν βιομηχανική επανάσταση. Αν και ο προαναφερθείς αριθμός ήταν σχετικά μικρός για τον ενεργό πληθυσμό της Ελλάδας υπήρξε επαρκής για να υποβάλλει στην χώρα τα ίδια προβλήματα με αυτά που κυριαρχούσαν στις ευρωπαϊκές χώρες την περίοδο αυτή.

         Επιπλέον εξάγουμε από την πηγή αυτούσια τα λόγια το Βλ. Γαβριηλίδη που ο ίδιος ρωτούσε τι απέγιναν οι Έλληνες εργάτες και αν δεν έχουν πεθάνει ακόμη, αν τρέφονταν επαρκώς, εάν ήταν δίκαιες οι απολαβές τους, εάν ήταν υποχρεωμένοι από το σώμα τους και τέλος εάν οι πολιτικές τους ιδεολογίες ήταν ανεξάρτητες και δεν υποστήριζαν το Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα Ελλάδος (ΣΕΚΕ) λόγω της δουλειάς τους.

         Όπως αναφέραμε και παραπάνω στην Ερμούπολη της Σύρου λόγω της σημαντικής θέσης της στο διεθνές εμπόριο άρχισαν οι απεργίες. Το περιοδικό "Ασμοδαίος" το 1882 έγραφε "Απεργίαι πανταχού της Ελλάδος ερρίζωσε η απεργία" και αργότερα " Μακρά λιτανεία απεργιών άρχισε προ τίνων μηνών και δεν έπαυσεν ακόμη"

        Η ανάπτυξη της μισθωτής εργασίας διαφαίνεται και από τον τρίτο ιστορικό πίνακα. Πιο συγκεκριμένα στην Αθήνα οι περισσότεροι εργάτες δούλευαν στην αλευροποιία (11.274) οι οποίοι εισέπρατταν 3,5 χρυσές δραχμές. Μερικοί από τους κλάδους στους οποίους δούλευαν οι εργάτες στην Αθήνα ήταν αυτοί της αρτοποιίας στην οποία δούλευαν 18 ώρες ( τις περισσότερες από όλων των εργατών) , των τσιγάρων, της υφαντουργίας, της μεταλλουργίας και διάφοροι άλλοι. Στο σύνολο οι εργάτες έφταναν τους 26.074 και εισέπρατταν 3-3,5 χρυσές δραχμές. Στον Πειραιά οι εργάτες του λιμανιού, 3.000, δούλευαν 12-16 ώρες λάμβαναν 6 χρυσές δραχμές. Γενικότερα το σύνολο των εργατών της Ελλάδας έφτανε το 59.614 οι οποίοι δούλευαν 11-16 ώρες με εισόδημα να φτάνει τις 6 χρυσές δραχμές

 


β)     Η βιομηχανία υπέφερε, όπως και άλλοι κλάδοι της οικονομίας, από την έλλειψη κεφαλαίων και την διασπορά των υπαρχόντων σε πλήθος δραστηριοτήτων, από την ασφυκτικά περιορισμένη εδαφικά και πληθυσμιακά- βάση οικονομικής εξάπλωσης, από την έλλειψη πρώτων υλών και την χρόνια έλλειψη εργατικών χεριών. Θα μπορούσε να προσθέσει κανείς στα παραπάνω την έλλειψη παιδείας τεχνικής άλλα και γενικής. Η ελλιπής κατάρτιση περιόριζε τη δυνατότητα εφαρμογής καινοτομιών και τη συνακόλουθη τεχνολογική εξέλιξη.
Σύμφωνα με τα στοιχεία που αντλούμε το δεύτερο ιστορικό παράθεμα, οι γυναίκες τα κορίτσια και τα αγόρια αντιπροσώπευαν σχεδόν το μισό του συνόλου των εργατών( 1875/76) ενώ οι άνδρες επί του συνόλου έφταναν το 54% (1.737 εργάτες ). Συχνό φαινόμενο αποτελούσε η εργασία των κοριτσιών ηλικίας 15-18 ετών συνήθως ανύπαντρες. Επιπρόσθετα στο Μεταξουργείο Ράλλη ο ίδιος δεν επέτρεπε κορίτσια κάτω των 12 ετών να εργάζονται ενώ στα νηματουργεία της Λιβαδειάς στα σιδηρουργεία υπήρχαν παιδιά από 10 ετών και πάνω που εργάζονταν. Ωστόσο εκείνη την περίοδο ο Τύπος δεν έκανε προπαγάνδα για την παιδική εργασία όπως σε άλλες χώρες πιο παλιά.
 

Όπως συνάγουμε από την έκθεση του επιθεωρητή Ν. Σαλιβέρου στην Πάτρα και στην Κέρκυρα άγνωστοι ήταν οι εργατικοί νόμοι στους εργάτες ενώ η εφαρμογή τους δεν υπήρχε αν η αστυνομία δεν παρέμβαινε. Αν δεν είχε θέσει τον νόμο ΔΚΘ περί εργασίας γυναικών και ανηλίκων στην Πάτρα θα συνέχιζαν να εργάζονται παιδιά κάτω  12 χρόνων 12-14 ώρες την ημέρα. η Κυριακή αν και αργία δεν περιόριζε τους εργοδότες να υποχρεώνουν τους εργάτες να εργάζονται και τότε για τον καθαρισμό των μηχανημάτων. Τα μέτρα υγιεινής δε λαμβάνονταν  σοβαρά υπόψη Καθώς για παράδειγμα στο εργοστάσιο του Μ. Πετρόπουλου μετά τις τουαλέτες υπήρχαν τα ζυμωτήρια χωρίς κανένα χώρισμα,  ενώ στο φρεάτιο για την ζύμωση έρρεαν τα λύματα των στάβλων. Παράλληλα σοβαρές ελλείψεις παρουσιάζονταν και στα μέτρα ασφαλείας αφού τα  ατμοκίνητα μηχανήματα ήταν εντελώς επικίνδυνα καθώς ήταν τόσο απροφύλακτα  όσο και παλαιά, ενώ τα δυστυχήματα συνέβαιναν σχεδόν καθημερινά. Τέλος όσοι εργάτες συμμετείχαν σε εργατικούς  συλλόγους απολυόταν καθώς αντιδρούσαν ανοιχτά στους εργοστασιάρχες τους.

             Τα στοιχεία αυτά έρχονται σε πλήρη συμφωνία με όσα καταγράφονται στο 5ο ιστορικό παράθεμα. Τα εργοστάσια, τα θλιβερά εκείνα σκοτεινά κτίρια πολύ λίγο βλέπουν τον ζεστό ήλιο της Ελλάδας χωρίς να βελτιώνουν την αξιολύπητες συνθήκες εργασίας των εργατών. Ενώ σε άλλες χώρες υπήρχε ο εργατικός νόμος των οκτώ εργάσιμων ωρών στην Ελλάδα  είχαν συνηθίσει την εργασία 12-14 ωρών χωρίς επιδόματα ή επιπλέον χρήματα. Τα παλαιά μηχανήματα είχαν   ως αποτέλεσμα οι εργάτες να παθαίνουνε συχνά ατυχήματα στα οποία δεν έπαιρναν αποζημίωση από τους εργοδότες τους ενώ δεν ετίθετο ζήτημα  για την ασφάλιση τους καθώς οι απολαβές τους ήταν πενιχρές και σε περίπτωση κάποιας άδειας τους λόγω αρρώστιας, οι ίδιοι υποχρεώνονταν να πληρώνουν την ασφάλεια για τις μέρες που έλειπαν. Η σκληρή αντιμετώπιση τους ψυχικά και σωματικά διαφαίνονταν εκτός από εσωτερικά και εξωτερικά. Στην Θεσσαλία, Αρκαδία και Μεσσηνία υποχρεωνόταν να εργαστούν αγόρια 8-20 ετών και κορίτσια 6 ή 7 χρόνων. Αν και τα ποσά που πληρώνονταν ήταν ελάχιστα συμπλήρωναν τα οικογενειακά έσοδα και έτσι δεν κατακρίνονταν.  Τέλος σε πολλά εργοστάσια και βιομηχανίες υπήρχαν ενώσεις και αδελφότητες στις οποίες οι γυναίκες δεν ήταν δεκτές.