από την: Ιωάννα Τουμανίδου - Αντρεάνα Τσιορλίδα]
Διεθνής συνθήκες ώθησαν προς τον Βενιζέλο ένα τμήμα της επιχειρηματικής ομογένειας και το εφοπλιστικό στοιχείο της εγχώριας αστικής τάξης – συνθήκες που λειτούργησαν τόσο πριν , όσο και μετά το ορόσημο του 1909-1910. Στην περίοδο 1910 – 1922, κατά την οποία η Ελλάδα βρισκόταν σε συνεχή πολεμική ετοιμότητα , εμφανίστηκε μια νέα πολιτική αντίληψη , που εκφράστηκε με τον Ελευθέριο Βενιζέλο και ονομάστηκε συνοπτικά «Βενιζελισμός». Είναι δύσκολο να οριστεί με λίγα λόγια τι ακριβώς ήταν αυτή η πολιτική, στον οικονομικό όμως ο τομέα φαίνεται ότι ο Βενιζελισμός θεωρούσε το ελληνικό κράτος ως μοχλό έκφρασης και ανάπτυξης του ελληνισμού. Το ελληνικό κράτος δηλαδή έπρεπε να επιδιώξει την ενσωμάτωση του εκτός συνόρων ελληνισμού και, με ενιαία εθνική και κρατική υπόσταση, να διεκδικήσει τη θέση του στο τότε σύγχρονο κόσμο. Αυτό προϋπέθετε όχι μόνο θεσμικό εκσυγχρονισμό, που θα καθιστούσε το κράτος αποτελεσματικό και αξιόπιστο, αλλά και γενικότερη προσήλωση στην ιδέα της ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων του έθνους. Η πολιτική αυτή αντίληψη ήταν κιόλας ισχυρή από τα πρώτα χρόνια που κυβερνούσε ο νέος ηγέτης.
Ο Βενιζέλος
δεν ήταν μόνος στην διαδικασία διαμόρφωσης και υλοποίησης των νέων επιλογών. Συσπείρωσε γύρω του μια
δραστήρια αστική τάξη που εξακολουθούσε ακόμα να πλουτίζει σε όλη τη λεκάνη της
Ανατολικής Μεσογείου και που φιλοδοξούσε να κυριαρχήσει και πολιτικά στο χώρο
όπου άπλωνε τις οικονομικές δραστηριότητες. Μετά την πρώτη περίοδο, λοιπόν, του
βενιζελισμού, οι φόβοι των αστών από τις του φιλελεύθερου ηγέτη φιλολαϊκές τάσεις, εξελίχθηκαν και από νέους παράγοντες.
Οι αστοί είχαν στο μεταξύ εξελιχθεί προς ένα συντηρητισμό που δεν ήταν τόσο
υστερικός, ίσως επειδή είχαν μεσολαβήσει τα τεράστια κέρδη της πολεμικής
οικονομίας και τα πλατιά περιθώρια για μικροπαραχωρήσεις στις κατώτερες τάξεις. Κατά την περίοδο αυτή,
υπήρχε ακόμα μια ισχυρή ελληνική
οικονομική παρουσία στα λιμάνια της Νότιας
Ρωσίας , στη λεκάνη του Δούναβη και το εσωτερικό της Ρουμανίας, στον πόντο και
τα μικρασιατικά παράλια, στην Κωνσταντινούπολη και τη Σμύρνη, τη Θεσσαλονίκη,
την Αίγυπτο, το Σουδάν, την Αλεξάνδρεια. Όλος αυτός ο πλούτος μπορούσε να
διασφαλιστεί μόνο μέσα από την δημιουργία ενός ισχυρού εθνικού κέντρου, μιας
περιφερειακής δύναμης ικανής να παρεμβαίνει και να προστατεύει τα συμφέροντα
των πολιτών της. Επρόκειτο για ένα αίτημα αρκετά κρίσιμο, σε μια εποχή κατά την
οποία πολλά εθνικιστικά κινήματα έκαναν αισθητή την παρουσία τους. Για τους
λόγους αυτούς η Μεγάλη Ιδέα και οι προϋποθέσεις της – ο εκσυγχρονισμός του
κράτους – αποτέλεσαν ισχυρά ιδεολογικά, πολιτικά και οικονομικά ερείσματα για
τη διεκδίκηση της Μεγάλης Ιδέας με πιθανότητες επιτυχίας. Ο Βενιζέλος, ως καλός
ηγέτης, παράλληλα είχε δείξει με τον εκσυγχρονισμό και τις παροχές προς τις κατώτερες τάξεις,
ότι θα προσπαθούσε να στηρίξει το αστικό καθεστώς και να το ενισχύσει.
Χαρακτηριστικό είναι ότι στα χρόνια αυτά της μεγάλης προσπάθειας οι
προϋπολογισμοί του κράτους ήταν συνήθως πλεονασματικοί. Το 1911 τα έσοδα του προϋπολογισμού
ήταν 240.000.000 και τα έξοδα μόνο 181.000 δραχμές, παρά τις αυξημένες
στρατιωτικές δαπάνες.
Το 1910 οι πρόοδοι της εθνικής
οικονομίας ήταν εμφανείς. Η αγροτική κρίση αντιμετωπίστηκε με την υπερπόντια
μετανάστευση, η οποία, κατά την εποχή αυτή, πήρε μεγάλες διαστάσεις. Η μετανάστευση
στις ΗΠΑ όχι μόνο εκτόνωσε τις κοινωνικές εντάσεις που δημιούργησε η σταφιδική
κρίση αλλά πολύ γρήγορα ενίσχυσε την οικονομία της υπαίθρου μέσω των πολύ
σημαντικών εμβασμάτων των μεταναστών.
Ακόμη ο
Βενιζέλος ακολούθησε μια τακτική πυγμής απέναντι στο εργατικό κίνημα , όποτε
χρειαζόταν. Με τον βενιζελικό νόμο 2112/1920 καταργούσε το άρθρο 167 του
Ποινικού κώδικα που χαρακτηριζόταν η απεργία ως αδίκημα και μόνο η
συνδικαλιστική ομάδα θα μπορούσε να κηρύξει απεργία. Παρόλο, που πήρε μια νέα
σειρά νόμων που καθόριζαν τις σχέσεις εργατών και εργοδοτών και κάτω από αυτές
τις συνθήκες, επήλθε τελικά η συμφιλίωση και η ταύτιση ενός μεγάλου μέρους της
αστικής τάξης με τον Βενιζελισμό.
Όμως το κόστος
των βαλκανικών πολέμων ήταν σημαντικό, αφού κλόνισε την εθνική οικονομία, όπως
συνέβαινε με τις στρατιωτικές κινητοποιήσεις του 19ου αιώνα. Στην
περίπτωση όμως αυτή, η Ελλάδα βγήκε και ιδιαίτερα κερδισμένη από τον πόλεμο.
Ενσωμάτωσε πλούσιες περιοχές (Ήπειρο, Δυτική και Κεντρική Μακεδονία, Νησιά του
Αιγαίου, Κρήτη) και εκατομμύρια νέους κατοίκους. Τα εδάφη της αυξήθηκαν κατά
70% περίπου ( από 65.000 σε 108.800 τετρ. Χλμ ). Τα νεοαποκτηθέντα εδάφη ήταν
ως επί το πλείστον πεδινά και αρδευόμενα,
πράγμα που δημιουργούσε άριστες προοπτικές για την γεωργική παραγωγή. Η Ελλάδα του 1917 περιλάμβανε δύο φόρες τον
πληθυσμό του 1909, τέσσερις αυτόν του 1880, δηλαδή κατά 80% ( από 2.700.000 σε
4.800.000 κατοίκους). Το κύριο πρόβλημα ήταν η παρουσία ισχυρών μειονοτικών
ομάδων στις περιοχές αυτές. Στη σχετικά
ομοιογενή Ήπειρο, για παράδειγμα, δίπλα στους 166.000 Έλληνες υπήρχαν, το 1914,
38.000 μουσουλμάνοι (αλβανικής κυρίως καταγωγής) και μερικές χιλιάδες Εβραίοι.
Οι άνεργοι και οι μη παραγωγικοί καταναλωτές μπορούσαν τώρα πια να
μεταναστεύουν μαζικά στην Αμερική. Αυτοί που δούλευαν για σχετικά χαμηλούς
μισθούς και ύστερα τους ξόδευαν ολόκληρους, τροφοδοτούσαν έτσι τον βιομηχανικό
τομέα με κέρδη και τον κρατικό προϋπολογισμό με εισπράξεις από έμμεσους φόρους.
Οι πολεμικές δαπάνες εξασφάλισαν
και παχυλά άμεσα κέρδη εκτός από την τόνωση της παραγωγής. Τις πεδιάδες του
Βορρά, τον πλούτο της Κρήτης, το εμπόριο της Θεσσαλονίκης. Δόθηκαν επίσης
ευκαιρίες για τους Έλληνες εμπόρους και
εφοπλιστές και θα ξανάνοιγαν αγορές για τα ελληνικά προϊόντα λόγω της
ακμάζουσας παγκόσμιας οικονομίας. Η ευνοϊκή αυτή συγκυρία έφτασε σε πλήρη
άνθηση στον πυρετό του μεγάλου πολέμου. Τα κέρδη δεν εμφανίζονταν μόνο από τα
λιμάνια της Ελλάδας αλλά και από το βαλκανικό μέτωπο. Αρχικά περιορισμένο στην
Καλλίπολη και την Σερβία, αλλά απλώθηκε στην Ελλάδα το 1916 και ύστερα σε όλα
τα βαλκάνια το 1917, όταν η Ελλάδα και η Ρουμανία μπήκαν στον πόλεμο. Τα κέρδη
ήταν τόσο μεγάλα από το εμπόριο μέσα στην πολεμική οικονομία, που η κυβέρνηση
αναγκάστηκε να περιορίσει την ελευθερία
των εισαγωγών και να επιβάλει ένα είδος αγορανομικού ελέγχου στις προμήθειες
των εισαγωγέων. Τα κέρδη παρέμειναν, όμως πολύ υψηλά, παρ΄ όλους τους ελέγχους,
κι έτσι η κυβέρνηση αναγκάστηκε να επιβάλει και ειδικό φόρο στα σχετικά
εισοδήματα στο τέλος του παγκοσμίου πολέμου. Οπωσδήποτε όμως η Ελλάδα έγινε
υπολογίσιμη πλέον δύναμη και η εμπιστοσύνη που ενέπνεε στις αγορές χρήματος και
πιστώσεων αυξήθηκε σημαντικά.