Δευτέρα 9 Ιανουαρίου 2023

ΕΛΛΑΔΑ 1900 – 1936: ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΣΥΝΘΗΚΕΣ



Επιμέλεια: Γερονίκου Δήμητρα


Μελετώντας τις οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες μετά τη λήξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου έως και την έναρξη του Β’ Παγκοσμίου, προκύπτει πως η Ελλάδα προσπάθησε , αν και δεν τα κατάφερε, να εμποδίσει κοινωνικές και οικονομικές κρίσεις και να διατηρήσει το κύρος που είχε αρχίσει να αποκτά τα τελευταία χρόνια πριν τον Μεγάλο Πόλεμο.

          Την περίοδο μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, στην Ελλάδα γίνεται λόγος για μια σοβαρή οικονομική καθυστέρηση που, αν και  υπήρξαν προσπάθειες για αναχαίτιση, είχε επιπτώσεις στη γεωργία, λόγω ανεπαρκούς εξοπλισμού. Το 55% του ενεργού πληθυσμού ασχολείται με τη γεωργία, με συμμετοχή στο εθνικό προϊόν κατά 36%. Στο κοινωνικό πεδίο, η λύση του αγροτικού ζητήματος, που αποφασίστηκε το 1917 από την επαναστατική κυβέρνηση του Βενιζέλου μετέβαλε τον αγροτικό κόσμο εξαλείφοντας τον φεουδαρχισμό και προκαλώντας την αύξηση των μικροκαλλιεργητών, με ιδιοκτησία ως είκοσι εκτάρια το 1951. Το αποφασιστικό βήμα προς την ολοκλήρωση της αγροτικής μεταρρύθμισης έγινε στα ταραγμένα χρόνια του Α' Παγκοσμίου πολέμου και του «εθνικού διχασμού». Το 1917 η κυβέρνηση του Ελευθερίου Βενιζέλου στη Θεσσαλονίκη αποφάσισε την ολοκλήρωση της μεταρρύθμισης. Ο στόχος ήταν διπλός: αφενός η στήριξη και ο πολλαπλασιασμός των ελληνικών ιδιοκτησιών γης στις νεοαποκτηθείσες περιοχές και αφετέρου η αποκατάσταση των προσφύγων και η πρόληψη κοινωνικών εντάσεων στον αγροτικό χώρο. Τέλος, τα αποξηραντικά έργα στη Μακεδονία πρόσθεσαν πάνω από 50.000 εκτάρια καλλιεργήσιμων γαιών. Η αποξήρανση έδινε πλούσια καλλιεργήσιμη γη. Ήταν και ο μόνος τρόπος καταπολέμησης της ελονοσίας, της αρρώστιας που αποτελούσε μάστιγα για την αγροτική Ελλάδα ως τα μέσα του 20ου αιώνα. Πολλά αποστραγγιστικά έργα έγιναν στη χώρα, με πιο σημαντικό την αποξήρανση της λίμνης Κωπαΐδας στη Βοιωτία.


       Στο πεδίο της ναυτιλίας και των εμπορικών δραστηριοτήτων, για την περίοδο 1921 -1930, παρατηρείται δεκαπλασιασμός του εμπορίου, περνώντας σε 1.375,81 εκατ. δραχμές ως προς τις εισαγωγές και σε 696,81 εκατ.  ως προς τις εξαγωγές. Αν λάβουμε υπόψη τις παραγωγικές δυνατότητες της Ελλάδας στη διάρκεια του πρώτου αιώνα της ανεξαρτησίας της, δεν πρέπει να μας εκπλήσσει το γεγονός ότι το μεγαλύτερο μέρος του εξωτερικού της εμπορίου αφορούσε γεωργικά προϊόντα. Στις εξαγωγές, περισσότερο από τα 2/3 (σε αξία) του συνόλου, ήταν γεωργικά προϊόντα. Η γενική τάση μάλιστα οδηγούσε προς τη διεύρυνση του ποσοστού των εξαγωγών αγροτικών προϊόντων, που έφτασαν να αντιπροσωπεύουν τα 3/4 των συνολικών εξαγωγών στη δεκαετία 1900-1910. Στην κατηγορία αυτή την πρώτη θέση είχε η σταφίδα, που από μόνη της πλησίαζε σε αξία το 1/2 των συνολικών εξαγωγών. Ακολουθούσε με μεγάλη διαφορά το ελαιόλαδο και, μετά το 1900, το κρασί. Εκτός από τα παραπάνω είδη, εξάγονταν μικρές ποσότητες φυτικών προϊόντων για βιομηχανική επεξεργασία, το βαμβάκι, για παράδειγμα, την εποχή του αμερικανικού εμφυλίου πολέμου ή ο σταθερά ανερχόμενος καπνός, πού όμως αντιπροσώπευε ακόμα ασήμαντο ποσοστό των εξαγωγών (2-3%). Μέχρι το 1880 επίσης υπήρχε σημαντική εμπορική κίνηση στα κατεργασμένα δέρματα, η οποία όμως σχεδόν εξαφανίστηκε στη συνέχεια. Στην κατηγορία των πρώτων υλών, τις εξαγωγές συμπλήρωναν τα μεταλλευτικά προϊόντα, που από το τέλος του 19ου αιώνα πλησίαζαν το 1/5 της συνολικής αξίας των εξαγωγών. Επρόκειτο κυρίως για μόλυβδο, για μαγγανιούχα μεταλλεύματα, για σμύριδα και θηραϊκή γη. Οι εξαγωγές βιομηχανικών προϊόντων ήταν κυριολεκτικά ασήμαντες . Στο πεδίο της ναυτιλίας το 1928 η χωρητικότητα των πλοίων ανέρχεται σε 1.315.473 και το 1938 σε 1.929.191 . Η ελληνική ναυτιλία, παρά τις περιόδους κρίσης που πέρασε και παρά τον ανταγωνισμό των υψηλού κόστους και τεχνικών απαιτήσεων ατμοπλοίων, ακολούθησε ανοδική πορεία. Ο αριθμός και η χωρητικότητα των πλοίων της δεν έπαυαν να αυξάνουν. Το 1840 τα ελληνικά πλοία είχαν συνολική χωρητικότητα 100.000 τόνους, ενώ το 1866 ξεπερνούσαν τους 300.000 τόνους. Η ανάπτυξη αυτή δεν ήταν αυτονόητη. Υπήρξαν έντονες αυξομειώσεις στην περίοδο κατά την οποία τα ελληνικά ιστιοφόρα αντικαταστάθηκαν από ατμόπλοια. Το ίδιο χρονικό διάστημα πολλά από τα εθνικά δημόσια έργα έγιναν για την εξυπηρέτηση της ναυτιλιακής δραστηριότητας. Κατασκευάστηκαν λιμάνια και δημιουργήθηκε ένα σύστημα φάρων, που έκανε πολύ ασφαλέστερη τη ναυσιπλοΐα στις ελληνικές θάλασσες. Η υποτίμηση του νομίσματος , οι χαμηλοί μισθοί και τα μέτρα προστατευτισμού του κράτους βοήθησαν τη ναυτιλία να αναπτυχθεί.

           Σε κοινωνικό επίπεδο , είναι απαραίτητο να επισημανθεί ότι υπήρχε ανισότητα και ο πλούτος συγκεντρωνόταν αποκλειστικά σε μια μειοψηφία που, θέλοντας και μη, καθόριζε τα πράγματα. Την περίοδο αυτή , παρατηρείται ισορροπία μεταξύ αγροτικού και αστικού πληθυσμού και η αστικοποίηση, μια διαδικασία κοινωνικής μεταβολής , οδηγεί τον αστικό πληθυσμό να είναι στο 42% το 1951 ενώ το 1927 ήταν στο 36,3% . Το κράτος είχε προωθήσει την αστικοποίηση της: το 1/3 του πληθυσμού ζούσε πλέον σε μεγάλα αστικά κέντρα.

              Την ίδια περίοδο, μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, η βιομηχανία είχε σοβαρή καθυστέρηση, καθιστώντας την μια βιομηχανία κατανάλωσης με μεσαίες ή μικρές μονάδες. Η εμφάνιση μονάδων παραγωγής, που θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν βιομηχανικές, άρχισε κατά τις πρώτες δεκαετίες της ανεξαρτησίας με αποσπασματικό, ευκαιριακό ίσως τρόπο. Οι μονάδες αυτές αποσκοπούσαν στην εξυπηρέτηση τοπικών αναγκών, οι οποίες σχετίζονταν με την επεξεργασία αγροτικών προϊόντων. Επρόκειτο κυρίως για εξέλιξη των παραδοσιακών αλευρομύλων, των ελαιοτριβείων, των βυρσοδεψείων και των κλωστηρίων. Οι μονάδες όμως αυτές δεν αποτέλεσαν την αφετηρία για τη δημιουργία πιο σύνθετων βιομηχανικών συγκροτημάτων αλλά, στις περισσότερες περιπτώσεις, παρέμειναν στάσιμες και περιορισμένες ως προς τα οικονομικά τους μεγέθη. Ο δισταγμός αυτός οφειλόταν ίσως στη μικρή έκταση της εγχώριας αγοράς, στην πίεση των εισαγόμενων προϊόντων αλλά και στην έλλειψη πολυάριθμου, ειδικευμένου και φθηνού εργατικού δυναμικού. Με την εφαρμογή νέας διατίμησης για την προστασία της εθνικής βιομηχανίας , σημειώνεται γρήγορη επέκταση. Γύρω στα 1870 σημειώθηκε κάποιο κύμα ίδρυσης βιομηχανικών επιχειρήσεων, περισσότερων από εκατό, ενώ ταυτόχρονα παρατηρήθηκε κάποια τάση αύξησης του δυναμικού των ήδη υπαρχουσών μονάδων. Πολύ γρήγορα όμως, η απόπειρα αυτή έχασε τη δυναμική της και οι σχετικές δραστηριότητες επέστρεψαν στην ύφεση και τη στασιμότητα. Οι όροι άρχισαν να μεταβάλλονται μόλις στα τελευταία χρόνια του 19ου αιώνα και, κυρίως, στα πρώτα χρόνια του 20ού. Τότε δημιουργήθηκε ένα βιομηχανικό δυναμικό σχετικά σταθερό, πολυδιάστατο, με τάσεις ανάπτυξης της βαριάς βιομηχανίας, της μεταλλουργίας, της ναυπηγικής και της τσιμεντοβιομηχανίας, η οποία πρωτοεμφανίστηκε στις αρχές του νέου αιώνα. Το έτος 1920 οι βιομηχανικές μονάδες έφταναν τις 2.905, απασχολώντας 60.000 εργάτες. Η επέκταση γίνεται φανερή το έτος 1938, ακριβώς πριν την έναρξη του δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, κατά το οποίο τα εργοστάσια είναι 4.515 και το εργατικό δυναμικό που απασχολούν είναι 277.000.

                Τέλος, οι εργατικές ενώσεις και τα συνδικάτα  δειλά - δειλά έκαναν την εμφάνισή τους με το τέλος του Α’ Παγκοσμίου . Στη διάρκεια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, οι πιέσεις που δέχτηκε η ελληνική κοινωνία, η εμπλοκή της σε διεθνείς υποθέσεις και ο αντίκτυπος της ρωσικής επανάστασης οδήγησαν το εργατικό και το σοσιαλιστικό κίνημα σε ταχύτατη ωρίμανση. Προς το τέλος του πολέμου ιδρύθηκε η Γενική Συνομοσπονδία Εργατών Ελλάδος (ΓΣΕΕ) που συμπεριέλαβε κλαδικά και τοπικά σωματεία, και το Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα της Ελλάδος (ΣΕΚΕ), που λίγο αργότερα προσχώρησε στην Τρίτη Κομμουνιστική Διεθνή και μετονομάστηκε σε Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδος. Στα πλαίσια ενός σύγχρονου συνδικαλισμού οργανώθηκε μια εργατική τάξη, άλλωστε και ο αριθμός των εργατών αυξανόταν ραγδαία, το 1918 ήταν 338.120 μόνο στη βιομηχανία. Έτσι, το 1928 έχουμε 1.199 συνδικάτα, με μέλη 269.000 στον αριθμό το 1939, γεγονός που συνέβαλε στη δραστηριοποίηση της Αριστεράς. Η εργατική τάξη, με αυτόν τον τρόπο ξεκίνησε να διεκδικεί τα συμφέροντά της οργανώνοντας απεργίες και προκαλώντας ταραχές στις πόλεις, όπου η εργατική τάξη ήταν μεγαλύτερη.

         

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.