Δευτέρα 9 Ιανουαρίου 2023

Ανάπτυξη μισθωτής εργασίας - Συνθήκες διαβίωσης και εργασίας εργατών βιομηχανίας (τέλη 19ου αι.)


Επιμέλεια: Γαβριελάτου Ε., Ιωακειμίδου Η.  



α)
Χ
ρειάστηκε να περάσουν 40 περίπου χρόνια από την απόκτηση της εθνικής ανεξαρτησίας για να παρατηρηθεί μία πρώτη απόπειρα ανάπτυξης των βιομηχανικών δραστηριοτήτων στη χώρα. Γύρω στο 1870 σημειώθηκε κάποιο κύμα ίδρυσης βιομηχανικών επιχειρήσεων περισσότερο από 100 ενώ ταυτόχρονα παρατηρήθηκε κάποια τάση αύξησης του δυναμικού των ήδη υπαρχουσών μονάδων. Πολύ γρήγορα όμως η απόπειρα αυτή έχασε την δυναμική της και οι σχετικές δραστηριότητες επέστρεψαν στην ύφεση και στασιμότητα. Οι όροι άρχισα να μεταβάλλονται μόλις στα τελευταία χρόνια του 19ου αιώνα. Τότε δημιουργήθηκε ένα βιομηχανικό δυναμικό σχετικά σταθερό πολυδιάστατο με τάσεις ανάπτυξης βαριάς βιομηχανίας της μεταλλουργίας ,της ναυπηγικής  και της τσιμεντοβιομηχανίας η οποία πρωτοεμφανίστηκε στις αρχές του νέου αιώνα.

        Οι πόλεις μεγάλωναν χωρίς αυτό να σημαίνει ότι είχαν κάποια ομοιότητα στο διάστημα που μας απασχολεί με τα βιομηχανικά εμπορικά χρηματιστικά αστικά κέντρα της Δύσης. Για τα ευρωπαϊκά μέτρα οι πόλεις της μικρής Ελλάδας έμοιαζαν περισσότερο με μεγάλα χωριά. Η μετακίνηση ανθρώπων από την ύπαιθρο στα αστικά κέντρα δε στοχεύει αποκλειστικά σε εγκατάσταση στον αστικό χώρο όπου η αργή ανάπτυξη των παραγωγικών δραστηριοτήτων δεν έδινε στους νεοφερμένους πολλές ευκαιρίες. Παρ' όλα αυτά σύμφωνα με το πρώτο ιστορικό παράθεμα, μερικοί από τους εσωτερικούς μετανάστες δούλεψαν ως εργάτες ενώ άλλοι εργάστηκαν σε δραστηριότητες του εμπορίου και των υπηρεσιών

         Στις κυρίες επαρχιακές πόλεις Ερμούπολη και Πάτρα αναπτύχθηκε η πρώτη μορφή μισθωτής εργασίας. Δεν επιδιώχθηκε ο καταμερισμός των έργων κατά την διάρκεια της ανάπτυξης της. Αξίζει να σημειωθεί ότι η Σύρος ήταν ένα από τα πιο σημαντικά ναυτικά κέντρα της περιόδου αφού η στρατηγική θέση του νησιού στο κέντρο του Αιγαίου ήταν πάνω ακριβώς στις διαδρομές και συνέδεαν τα Στενά και την Μαύρη Θάλασσα με τους μεσογειακούς δρόμους του εμπορίου. Ενώ, η Πάτρα ήταν ένα παραδοσιακό οικονομικό κέντρο με ισχυρό εμπορικό λιμάνι. Για αυτό τον λόγο οι παραπάνω πόλεις ήταν οι πρώτες που παρουσίαζαν τις που εμφανίζονταν στο διεθνές εμπόριο και κατ' επέκταση στην διεθνή αγορά. Η εμφάνιση μονάδων παραγωγής που θα μπορούσε να χαρακτηριστούν βιομηχανικές άρχισαν κατά τις πρώτες δεκαετίες της ανεξαρτησίας με αποσπασματικό και ευκαιριακό ίσως τρόπο. Οι μονάδες αυτές αποσκοπούσαν στην εξυπηρέτηση τοπικών αναγκών οι οποίες σχετίζονταν με την επεξεργασία αγροτικών προϊόντων. Επρόκειτο κυρίως για εξέλιξη των παραδοσιακών αλευρόμυλων τον ελαιοτριβείων τον βυρσοδεψείων και τον κλωστηρίων. Το πρώτο ιστορικό παράθεμα επίσης αναφέρει ότι η οινοποιεία και οι βυρσοδεψεία αποτελούσαν την πρώτη μορφή εξαρτημένης εργασίας.                         

        Πριν το 1888 στην Σύρο και στην Πάτρα εμφανίστηκε η πρώτη μορφή εργατικής τάξεως που είχε περισσότερο βιοτεχνικό χαρακτήρα. Νέα βιομηχανικά κέντα αποτέλεσε ο Πειραιάς και η Αθήνα όπου εμφανίστηκε μια πρωτοφανή για την Ελλάδα εργατική τάξη που αποτέλεσε τον πυρήνα των εργατών της χώρας κυρίως λόγω της κλωστοϋφαντουργίας το οποίο επιτεύχθηκε με την ανάπτυξη της εγχώριας παραγωγής, αυτάρκειας της χώρας για να μειωθούν ή αποκλειστούν μερικές εισαγωγές.

        Η ανάπτυξη της μισθωτής εργασίας διαφαίνεται μάλιστα και από την αύξηση των εργατών της βιομηχανίας. Πιο συγκεκριμένα από τους 7.342 το έτος 1873 έφτασαν τους 17.152 το 1893.

         Η εμφάνιση και ανάπτυξη της βιομηχανίας στον ελληνικό χώρο κατά τον 19ο αιώνα παρουσίασε ελάχιστα κοινά σημεία με όσα συνέβαιναν στο πεδίο αυτό στη Δυτική και Κεντρική Ευρώπη τα οποία συνοπτικά ονομάστηκαν βιομηχανική επανάσταση. Αν και ο προαναφερθείς αριθμός ήταν σχετικά μικρός για τον ενεργό πληθυσμό της Ελλάδας υπήρξε επαρκής για να υποβάλλει στην χώρα τα ίδια προβλήματα με αυτά που κυριαρχούσαν στις ευρωπαϊκές χώρες την περίοδο αυτή.

         Επιπλέον εξάγουμε από την πηγή αυτούσια τα λόγια το Βλ. Γαβριηλίδη που ο ίδιος ρωτούσε τι απέγιναν οι Έλληνες εργάτες και αν δεν έχουν πεθάνει ακόμη, αν τρέφονταν επαρκώς, εάν ήταν δίκαιες οι απολαβές τους, εάν ήταν υποχρεωμένοι από το σώμα τους και τέλος εάν οι πολιτικές τους ιδεολογίες ήταν ανεξάρτητες και δεν υποστήριζαν το Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα Ελλάδος (ΣΕΚΕ) λόγω της δουλειάς τους.

         Όπως αναφέραμε και παραπάνω στην Ερμούπολη της Σύρου λόγω της σημαντικής θέσης της στο διεθνές εμπόριο άρχισαν οι απεργίες. Το περιοδικό "Ασμοδαίος" το 1882 έγραφε "Απεργίαι πανταχού της Ελλάδος ερρίζωσε η απεργία" και αργότερα " Μακρά λιτανεία απεργιών άρχισε προ τίνων μηνών και δεν έπαυσεν ακόμη"

        Η ανάπτυξη της μισθωτής εργασίας διαφαίνεται και από τον τρίτο ιστορικό πίνακα. Πιο συγκεκριμένα στην Αθήνα οι περισσότεροι εργάτες δούλευαν στην αλευροποιία (11.274) οι οποίοι εισέπρατταν 3,5 χρυσές δραχμές. Μερικοί από τους κλάδους στους οποίους δούλευαν οι εργάτες στην Αθήνα ήταν αυτοί της αρτοποιίας στην οποία δούλευαν 18 ώρες ( τις περισσότερες από όλων των εργατών) , των τσιγάρων, της υφαντουργίας, της μεταλλουργίας και διάφοροι άλλοι. Στο σύνολο οι εργάτες έφταναν τους 26.074 και εισέπρατταν 3-3,5 χρυσές δραχμές. Στον Πειραιά οι εργάτες του λιμανιού, 3.000, δούλευαν 12-16 ώρες λάμβαναν 6 χρυσές δραχμές. Γενικότερα το σύνολο των εργατών της Ελλάδας έφτανε το 59.614 οι οποίοι δούλευαν 11-16 ώρες με εισόδημα να φτάνει τις 6 χρυσές δραχμές

 


β)     Η βιομηχανία υπέφερε, όπως και άλλοι κλάδοι της οικονομίας, από την έλλειψη κεφαλαίων και την διασπορά των υπαρχόντων σε πλήθος δραστηριοτήτων, από την ασφυκτικά περιορισμένη εδαφικά και πληθυσμιακά- βάση οικονομικής εξάπλωσης, από την έλλειψη πρώτων υλών και την χρόνια έλλειψη εργατικών χεριών. Θα μπορούσε να προσθέσει κανείς στα παραπάνω την έλλειψη παιδείας τεχνικής άλλα και γενικής. Η ελλιπής κατάρτιση περιόριζε τη δυνατότητα εφαρμογής καινοτομιών και τη συνακόλουθη τεχνολογική εξέλιξη.
Σύμφωνα με τα στοιχεία που αντλούμε το δεύτερο ιστορικό παράθεμα, οι γυναίκες τα κορίτσια και τα αγόρια αντιπροσώπευαν σχεδόν το μισό του συνόλου των εργατών( 1875/76) ενώ οι άνδρες επί του συνόλου έφταναν το 54% (1.737 εργάτες ). Συχνό φαινόμενο αποτελούσε η εργασία των κοριτσιών ηλικίας 15-18 ετών συνήθως ανύπαντρες. Επιπρόσθετα στο Μεταξουργείο Ράλλη ο ίδιος δεν επέτρεπε κορίτσια κάτω των 12 ετών να εργάζονται ενώ στα νηματουργεία της Λιβαδειάς στα σιδηρουργεία υπήρχαν παιδιά από 10 ετών και πάνω που εργάζονταν. Ωστόσο εκείνη την περίοδο ο Τύπος δεν έκανε προπαγάνδα για την παιδική εργασία όπως σε άλλες χώρες πιο παλιά.
 

Όπως συνάγουμε από την έκθεση του επιθεωρητή Ν. Σαλιβέρου στην Πάτρα και στην Κέρκυρα άγνωστοι ήταν οι εργατικοί νόμοι στους εργάτες ενώ η εφαρμογή τους δεν υπήρχε αν η αστυνομία δεν παρέμβαινε. Αν δεν είχε θέσει τον νόμο ΔΚΘ περί εργασίας γυναικών και ανηλίκων στην Πάτρα θα συνέχιζαν να εργάζονται παιδιά κάτω  12 χρόνων 12-14 ώρες την ημέρα. η Κυριακή αν και αργία δεν περιόριζε τους εργοδότες να υποχρεώνουν τους εργάτες να εργάζονται και τότε για τον καθαρισμό των μηχανημάτων. Τα μέτρα υγιεινής δε λαμβάνονταν  σοβαρά υπόψη Καθώς για παράδειγμα στο εργοστάσιο του Μ. Πετρόπουλου μετά τις τουαλέτες υπήρχαν τα ζυμωτήρια χωρίς κανένα χώρισμα,  ενώ στο φρεάτιο για την ζύμωση έρρεαν τα λύματα των στάβλων. Παράλληλα σοβαρές ελλείψεις παρουσιάζονταν και στα μέτρα ασφαλείας αφού τα  ατμοκίνητα μηχανήματα ήταν εντελώς επικίνδυνα καθώς ήταν τόσο απροφύλακτα  όσο και παλαιά, ενώ τα δυστυχήματα συνέβαιναν σχεδόν καθημερινά. Τέλος όσοι εργάτες συμμετείχαν σε εργατικούς  συλλόγους απολυόταν καθώς αντιδρούσαν ανοιχτά στους εργοστασιάρχες τους.

             Τα στοιχεία αυτά έρχονται σε πλήρη συμφωνία με όσα καταγράφονται στο 5ο ιστορικό παράθεμα. Τα εργοστάσια, τα θλιβερά εκείνα σκοτεινά κτίρια πολύ λίγο βλέπουν τον ζεστό ήλιο της Ελλάδας χωρίς να βελτιώνουν την αξιολύπητες συνθήκες εργασίας των εργατών. Ενώ σε άλλες χώρες υπήρχε ο εργατικός νόμος των οκτώ εργάσιμων ωρών στην Ελλάδα  είχαν συνηθίσει την εργασία 12-14 ωρών χωρίς επιδόματα ή επιπλέον χρήματα. Τα παλαιά μηχανήματα είχαν   ως αποτέλεσμα οι εργάτες να παθαίνουνε συχνά ατυχήματα στα οποία δεν έπαιρναν αποζημίωση από τους εργοδότες τους ενώ δεν ετίθετο ζήτημα  για την ασφάλιση τους καθώς οι απολαβές τους ήταν πενιχρές και σε περίπτωση κάποιας άδειας τους λόγω αρρώστιας, οι ίδιοι υποχρεώνονταν να πληρώνουν την ασφάλεια για τις μέρες που έλειπαν. Η σκληρή αντιμετώπιση τους ψυχικά και σωματικά διαφαίνονταν εκτός από εσωτερικά και εξωτερικά. Στην Θεσσαλία, Αρκαδία και Μεσσηνία υποχρεωνόταν να εργαστούν αγόρια 8-20 ετών και κορίτσια 6 ή 7 χρόνων. Αν και τα ποσά που πληρώνονταν ήταν ελάχιστα συμπλήρωναν τα οικογενειακά έσοδα και έτσι δεν κατακρίνονταν.  Τέλος σε πολλά εργοστάσια και βιομηχανίες υπήρχαν ενώσεις και αδελφότητες στις οποίες οι γυναίκες δεν ήταν δεκτές. 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.